Monday, November 17, 2014

Θαύματα του Αγίου Μηνά

«τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψλμ. 15,3)
Ένας από τους ασκητές της εποχής μας, ο γέρων Πορφύριος, είχε πει στα πνευματικά του τέκνα ότι μετά την κοίμησή του θα είναι πιο κοντά τους απ' όσο ήταν εν ζωή, διότι πλέον δεν θα υπάγεται στους βιολογικούς νόμους του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι και ο Άγιος Μηνάς, επί χίλια επτακόσια χρόνια τώρα μετά την εκδημία του, δεν έχει πάψει να βρίσκεται κοντά στους πιστούς, βοηθώντας όσους με πίστη και ελπίδα στον Θεό τον επικαλούνται.

Από τα πολλά θαύματα του Αγίου που διασώζει η παράδοση θα αναφερθούν στη συνέχεια λίγα και χαρακτηριστικά.

Κάποιος χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, οδεύοντας για το πανηγύρι του Αγίου Μηνά και έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα, κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος είδε τα ξένα χρήματα και, κυριευμένος από απληστία, σκότωσε τον προσκυνητή, τον διεμέλισε και έβαλε τα κομμάτια του σε μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ενώ σκεφτόταν πού να θάψει τα μέλη του θύματός του για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα, καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης, ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα πού βρίσκεται ο προσκυνητής. Ο ξενοδόχος τον διαβεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε αλλά ο Άγιος ξεπεζεύει, εισέρχεται στα ενδότερα του ξενώνα, βρίσκει την σπυρίδα, την φέρνει μπροστά του και τον ρωτάει με φοβερό και άγριο βλέμμα να του πει ποιος είναι ο νεκρός.
Τότε ο φονιάς έφριξε, πέφτοντας άφωνος και τρέμων στα πόδια του άγνωστου ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη του
θύματος, προσευχήθηκε και ανέστησε το νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του να δοξάζει τον Θεό. Ο αναστημένος, σαν να είχε εγερθεί από τον ύπνο, κατάλαβε όσα έπαθε, εδόξασε τον Θεό και προσκύνησε τον Άγιο.
Μόλις ο φονιάς συνήλθε από τον τρόμο του και σηκώθηκε, του πήρε ο Άγιος τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή λέγοντάς του να συνεχίσει τον δρόμο του.
Έπειτα, για να ολοκληρώσει την ευεργεσία του Θεού, στράφηκε προς τον ξενοδόχο, τον έδειρε όπως του άξιζε, τον ενουθέτησε, του έδωσε συγχώρηση για το έγκλημά του προσευχόμενος γι' αυτόν, καβάλησε το άλογό του και έγινε άφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ο ξενοδόχος ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Άγιος Μηνάς, γεγονός που θυμίζει την εμπειρία των δύο Αποστόλων κατά την πορεία τους προς Εμμαούς, με την συντροφιά του αναστημένου Χριστού. (Λουκ. 24,31).
Ευρύτατη δημοσιότητα έχει δοθεί σε περιστατικό όμοιο με το παραπάνω, δηλαδή ανάσταση διαμελισμένου νεκρού, το οποίο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε εφημερίδες, περιοδικά και στο διαδίκτυο, συνέβη πολύ πρόσφατα, το έτος 2004, με θαυματουργό επέμβαση της Παναγίας η οποία ανέστησε δολοφονημένο Σαουδάραβα Μουσουλμάνο που πήγαινε στο Ορθόδοξο Μοναστήρι της Παναγίας Σαϊντανάγια στον Λίβανο. (περιοδικό «Ελληνορθόδοξη οικογένεια», τ. 108, σελ. 5-7, 10-11-12/2005, έκδοση Πανελλήνιας Ένωσης Φίλων των Πολυτέκνων, Αθήνα).
Κάποιος πλούσιος χριστιανός έταξε στον Άγιο Μηνά να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο στο ναό του. Παρήγγειλε λοιπόν στον αργυροχόο δύο δίσκους και του ζήτησε στον μεν ένα να γράψει το όνομα του Αγίου στον δε άλλον το όνομα το δικό του. Επειδή όμως ο δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο έγινε λαμπρότερος και ωραιότερος, ο χριστιανός, από απληστία κινούμενος, δίχως να ντραπεί τον κράτησε για τον εαυτό του.
Ταξιδεύοντας λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο χρησιμοποιώντας ασυλλόγιστα και χωρίς ευλάβεια τον δίσκο του Αγίου. Μετά το δείπνο ο υπηρέτης του ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε να πλύνει τον δίσκο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να του πέσει στο νερό και να βυθισθεί. Τότε ο νεαρός υπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε και, προσπαθώντας να πιάσει τον δίσκο, έπεσε κι αυτός στη θάλασσα.
Όταν ο κύριός του αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα επίχειρα της απληστίας του και τυπτόμενος από την συνείδησή του, παρακαλούσε τον Θεό να βρει έστω το λείψανο του μικρού υπηρέτη του, τάζοντας να δώσει στο ναό του Αγίου Μηνά και τον δεύτερο δίσκο, και τα χρήματα που άξιζε ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος. Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία στην ακρογιαλιά μήπως και εκβρασθεί το πτώμα του υπηρέτη. Και ενώ παρατηρούσε τη θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει ζωντανός από το νερό κρατώντας στα χέρια του και τον ασημένιο δίσκο του Αγίου!
Ο πλούσιος έφριξε από το θαύμα και έβγαλε φωνή μεγάλη την οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και, βλέποντας το συμβάν, ρωτούσαν τον υπηρέτη, που τους διηγήθηκε τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεις άνθρωποι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς φορούσε στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν νεαρός και ο τρίτος ήταν Διάκονος. Αυτοί οι τρεις με πήραν μαζί τους από τον βυθό και περπατώντας χθες και σήμερα, με έφεραν μέχρι εδώ».
Ο κύριος του παιδιού και οι επιβάτες του πλοίου ακούγοντας το εξαίσιο θαύμα, εδόξαζαν τον Θεό και εθαύμαζαν για τους τρόπους που χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι «εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (2 Τιμόθ. 3,7).
Οι τρεις που έσωσαν τον υπηρέτη ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος Βίκτωρ (ο νεαρός) και ο Άγιος Βικέντιος (ο Διάκονος).
Οι δύο τελευταίοι Άγιοι εμαρτύρησαν την ίδια ημέρα με τον Άγιο Μηνά. Τον 2ο αι. μ.Χ.. ο Άγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός από τους ειδωλολάτρες και τον 3ο αι. μ. Χ. ο Άγιος Βικέντιος πέθανε έπειτα από σταύρωση και εξάρθρωση των μελών στην οποία τον υπέβαλαν οι βασανιστές του. Τιμώνται μαζί με τον Άγιο Μηνά την 11η Νοεμβρίου.
Ακόμη ένα θαύμα του Αγίου Μηνά έλαβε χώρα το 1826 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος. Το 1821, μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821, στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826, οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.
Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.
Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.
Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του. Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

«Μεταξύ των αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι και ο Οσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ο Χατζη-Γεώργης, ο οποίος είναι ένας σύγχρονος Άγιος της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε, και μεγάλος Άγιος, ανάλογα με την εποχή μας.», γράφει ο Γέρων Παϊσιος ο Αγιορείτης.
Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης (1809-1886), «ο μέγας και περιβόητος ασκητής», ασκήτευσε στο Άγιον Όρος επί μακρό χρονικό διάστημα. Επί αρκετά χρόνια έμενε στην Κερασιά, στο μεγάλο Κελλί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά, ως υποτακτικός του Παπα-Νεόφυτου στην αρχή και ως Γέρων της Συνοδείας από το 1848 και έπειτα. «Κάποτε, ενώ ο Γέροντας ησχολείτο με το εργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα και προσευχήθηκε προς τον μεγαλομάρτυρα Μηνά.
Στάθηκε τότε ο άγιος ενώπιόν του, έβαλε το χέρι στον λαιμό του και έβγαλε την βελόνα.».
Το 1942, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό τον Ρόμμελ δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν τόσο ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ. Στην περιοχή του Ελ Αλαμέϊν (αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά), όπου βρισκόταν τα ερείπια ναού του Αγίου Μηνά και ίσως και ο τάφος του, οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν για την αποφασιστική σύγκρουση η οποία θα έκρινε το αν οι Σύμμαχοι θα κατάφερναν να παραμείνουν στην Αφρική.
Μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν και ελληνική στρατιωτική δύναμη, η οποία πήρε μέρος στη μάχη. Ένα από τα βράδια εκείνα, πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Μηνά να βγαίνει από τα ερείπια του ναού του οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες, όπως απεικονίζεται σε μία από τις παλαιές αγιογραφίες του ναού του, και να μπαίνει μέσα στο στρατόπεδο των εχθρικών δυνάμεων.
Η εμφάνιση αυτή κατατρόμαξε τους Γερμανούς και υπονόμευσε καίρια το ηθικό τους, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.
Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.

Το καντήλι της Παναγίας και η χήρα με τα πέντε παιδιά ( Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου )


Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα. Η ξένη κατοχή ήταν βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μία μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου τού1941.
Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία χούφτα καλαμποκάλευρο. Εκείνο, λοιπόν, το απόγευμα σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι.
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που...
ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. Και τότε μπήκε στο δίλημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού; Αποφασιστικά όμως έκαμε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: "Παναγία μου! Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Σύ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά". Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ' αυτό άναψε το καντήλι της Παναγιάς. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τί βλέπει; Το "λαδερό" γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!...
Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανέναν τίποτα.
Για δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι "σώθηκε" ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα-νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.

Πηγή: Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.

Eight points For Our Spiritual growth : St. Paisios


The following is advice Elder Paisios gave on spiritual growth after he was asked for his blessing by a visitor:


1. You must take care of the purification of your soul on a daily basis.
2. You must acquire divine justice and not logic, for only then the grace of our Christ will come to you.
3. Before you do something, think if Christ wants you to; the, act accordingly.
4. You must perfectly practice obedience, so you may later talk to others about the virtue of obedience.
5. The "no" you say to people must be "no", and the "yes" must be "yes". Do not pretend, but say whatever you think, even if it hurts the other person; say it in a good manner, however, and also give some explanations.
6. You must have and maintain this spiritual dignity; always pay attention to what pleases your fellow monks and not to what pleases yourself.
7. Everyday, you should read a section from the New Testament for the purification of your soul.
8. Do not look at what other people do, or examine how, and why they do it.
Your own goal is the purification of your soul and the perfect submission of your mind to divine grace. So everything for the sake of your goal; pray, study, say humbly the Jesus prayer, being aware that you absolutely need God's mercy. In other words, pay attention to your spiritual work. This is advice we can all benefit from.

Source: elder Paisios of the Holy Mountain, pp 25-26

Rapid prayer ( St. John of Kronstadt )



Is it possible to pray rapidly without injuring the effect of the prayer? It is possible to those who have learned to pray inwardly with a pure heart. During prayer it is necessary that your heart should sincerely desire that which you ask for, should feel the truth of what you are saying, and this comes naturally to a pure heart. That is why it is capable of praying even rapidly, and at the same time agreeably, to God, as the rapidity in this case does not injure the truth (sincerity) of the prayer. But for those who have not attained the capability of praying sincerely it is necessary to pray slowly, waiting for a corresponding echo in the heart to each word of the prayer. And this is not always soon given to men unaccustomed to prayerful contemplation. Therefore, for such men, it must be laid down as an absolute rule to pronounce the words of the prayer slowly, and with pauses. Wait until every word gives back its corresponding echo in your heart.


- Excerpt taken from the book “My Life in Christ” by St. John of Kronstadt

“As I find you, so will I judge you” ( St. Basil the Great )



St. Basil the Great and St. John Chrysostom commented on the following saying of our Lord, “As I find you, so will I judge you,” (Ezekiel 33:20) saying that forgetting to practice the smallest of the Commandments of our Lord is all that is sufficient to send one to Gehenna and exclude us from the kingdom of heaven.


Think about this for a moment. How many of us are ignoring the reality of our sinfulness? How many blame others for our shortcomings? How much time to spend complaining about what others do? Do we spend the same amount of time thinking about our own actions?

Saint Basil of Poiana Marului says the following,
Yes, we sin every day, at times unconsciously or out of forgetfulness, without intending to or involuntarily, or because of weakness we sin every day willingly and unwillingly. Because of our human nature and weakness we sin every day willingly and unwillingly. Is this not what the apostle Paul refers to when he says, “I do what I do not want and what I do not want is what I do” (Romans 7:15)? All of us commit excusable sins without asking to be excused. Or rather, we fall into sins that can be forgiven and yet we feel no contrition and thus become guilty of God's judgment and bring God's wrath upon ourselves. In the words of an ancient saying, “we have made a habit of sitting with her own free will”–– that is, we are consciously aware of committing sins and have developed the habit of sitting with our own free will. The recognition of the reality of our sinfulness, the fact that we do sin many times each and every day, is the starting point for our salvation. It is important for us to recognize that we must continually ask the Lord for forgiveness as well as those whom we transgress. Saaint Basil tells us that “we should ask forgiveness of our fellow man face-to-face and beg forgiveness of God with the intellect and secret.”

We all have particular passions that we have grown up with, that have given us great pleasures, that we have continued to nurture and develop habitually. This passion will be different for each individual. For one person it may be an insatiable appetite for food, for another love of money, anger, self-esteem, arrogance or others. All of these increase over time through habit. St. Hesychios reminds us what the great lawgiver Moses teaches when he says, “Pay attention to yourself so that you have no secret thoughts in your heart” (Deuteronomy 15:9). Needless to say, it is imperative that we learn to closely examine ourselves each and every day. It is a matter of recognizing that we have weaknesses and that we need to pray to God continually with a broken heart and the contrite spirit. We must avoid accusing others but instead forgive others as this is what is pleasing to God. With our forgiveness of others and our recognition of our own weaknesses God will forgive us through his great mercy.

Our challenge in the spiritual life is to live the Commandments that Christ has given to us; all of them all of the time. We need to work at this with the best of our ability, recognizing that we are not fully capable of doing this. Because of this imperfect condition, we need to always be repentant and seeking forgiveness from others and our Lord.

This is an issue of obedience. We must learn to become obedient to God's commandments not to our own self-gratification. Saint Basil points out that in these times there is a widespread practice of being obedient for human reasons. This is where we use our obedience to get a promotion or earn a favor of any kind. This is how we learn to survive in the modern workplace. We become obedient to the organizations rules and norms and learn to do what we are asked for the benefit of those who are paying us. We know about obedience and have the ability for it. Our challenge is to transfer this skill we have learned to use for our own benefit, to follow God's commandments in the same way.

Saint Basil points out,
“one who forces himself in obedience for Christ alone and submits themselves to his precepts will find relief from his passions. The one who forces himself for the things of the world hoping to obtain prestige and riches along with physical pleasures is unaware of his burden. This is why the fathers rightly say that there is obedience for God's sake and obedience for the devil's sake.... As for us, let us force ourselves to demonstrate the power of obedience for the sake of God." He also shows us that the most powerful way to deal with this weakness is the practice of what we know as the Jesus Prayer. He says, if we turn to God saying with our mind,
"'Lord Jesus Christ, Son of God, have mercy on me a sinner,' beyond all doubt this will obtain forgiveness of sins for him, and with this prayer also he will fulfill his entire rule, following the example of that widow of the Gospel who used to cry out to the judge day and night claiming her do (Luke 18:1–8 ). The Jesus Prayer had its beginnings in the days of the apostles. It has been practiced by the Saints since that time. Many of them have written much about this practice. It is a common practice within the Orthodox Tradition.

The practice of the Jesus prayer, does not come without effort. We have to commit ourselves to a daily prayer rule were we repeat this prayer over and over and over each and every day. By doing this this, prayer becomes ingrained, etched, programed in our physical brain, so that when it's needed, it is instantly available to us. Living a life with this prayer at the tip of our tongue is the easiest way to constantly be reconciled to our God.

The first step that we must make is to recognize of our nature. We must acknowledge that we are continually, both willfully and unknowably, using our free will to act against the Commandments of our Lord. We also must recognize that our Lord is most merciful and wants to give us help. The only way that we will receive this help is through a life of continual repentance. He has given to us the Jesus Prayer as a powerful way for us to learn to practice obedience to his commands.

Η Επιλογή της Ευτυχίας...


 

Ήταν κάποτε μια γριούλα που αφού γέρασε αρκετά αποφάσισε πως καλύτερα θα ήταν για την ίδια, να μπει σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων. Έτσι ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα και με ένα ταξί πήγε. Η νοσοκόμα που γνώριζε για την άφιξη της, την πλησίασε και της είπε:

-Ελάτε παρακαλώ να σας δείξω το δωμάτιο σας πριν το ετοιμάσουμε.

-Μα δεν χρειάζεται να το δω. Ετοιμάστε το, απάντησε η γριούλα.

-Μα έχετε επιλογή ανάμεσα σε 3 είδη αν θέλετε να τα δείτε και να διαλέξετε πιο από όλα σας αρέσει πιο πολύ.

-Δεν χρειάζεται καλή μου, επανάλαβε η γριούλα. Δεν χρειάζεται να το δω, μου αρέσει ήδη.

-Μα πως? Ξαναρώτησε η νοσοκόμα. Αφού δεν το είδατε.

-Δεν χρειάζεται να το δω. Έχω ήδη αποφασίσει ότι μου αρέσει, απάντησε με ένα ζεστό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο γλυκό αλλά γερασμένο προσωπάκι της.

Τότε η νοσοκόμα της έδειξε το ένα απ τα 3 δωμάτια και την συνόδεψε μέχρι εκεί. Η γριούλα την ευχαρίστησε και η νοσοκόμα την ρώτησε ξανά με κάποιο δισταγμό.

-Είστε σίγουρα εντάξει? Τώρα που το είδατε συνεχίζετε να πιστεύετε ότι αυτό σας αρέσει? Χωρίς να δείτε και τις άλλες δύο επιλογές?

-Μα φυσικά. Πολλά πράγματα στη ζωή κορίτσι μου, της απάντησε η γριούλα, δεν θέλουν πολύ σκέψη. Είναι θέμα απόφασης και αγάπης. Αποφάσισα ότι θα το αγαπώ χωρίς να μπω στην διαδικασία να διαλέξω ανάμεσα σε άλλα. Σάμπως μια γυναίκα άμα γεννήσει το παιδί της, όσο άσχημο και αν είναι δεν θα το αγαπάει? Άσε που δεν θα το δει ποτέ άσχημο. Είναι θέμα απόφασης και αγάπης.

Ας μην γελιόμαστε: τίποτα δεν είναι εύκολο και όλα είναι στο χέρι μας. Μα κυρίως, όλα είναι θέμα νου. Ο νους που αποφασίζει -και πρέπει να αποφασίζει- να ευτυχήσει, αντί να επιλέξει τον εύκολο δρόμο του παράπονου και της εγκατάλειψης.

Μην εγκαταλείπετε την ελπίδα, την προσπάθεια, την αισιοδοξία και την απλότητα. Διότι τελικά, αυτή η παραγκωνισμένη απλότητα, στην σκέψη και στις επιλογές, είναι η χαμένη δίδυμη αδελφή της ΕΥΤΥΧΙΑΣ.

Πηγή: istologio.org 

http://agiameteora.net/

Προσευχόταν γονατιστός στό δάσος καί τόν τσίμπησε σκορπιός, ἀλλά δέν διέκοψε τήν προσευχή του. Μακαριστός Γέρων Παϊσιος


Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για την προσευχή του Γέροντος, διότι οι πνευματικές του πορείες είναι αθεώρητες και ανέκφραστες…….
Είπε κάποτε σε νέο Μοναχό : «Εγώ στην ηλικία σου είχα κάθε βράδυ πανηγύρι», εννοώντας τη νυχτερινή του προσευχή που είναι «εργασία τρυφής».

Κάποτε προσευχόταν γονατιστός στο δάσος και τον τσίμπησε σκορπιός, αλλά δεν διέκοψε την προσευχή του.
Εύκολα και πολύ γρήγορα μεταφερόταν ο νους του στην προσευχή, έχανε την επαφή του με το περιβάλλον και ήταν ως «μη ων». Ακόμη και όταν ταξίδευε με αυτοκίνητο ή βρισκόταν με άλλους, μέσα του έλεγε την ευχή, «απορροφάτο όλος από τον Θεό, γινόταν ένα με Αυτόν», όπως μαρτυρούν αυτόπτες.

ΠΗΓΗ : +ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΣΑΑΚ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ