That ugly and omnipresent thorn called worry! Since it’s a chronic, recurrent condition, it’s been called the “Worry Disease.” I think worry must be Satan’s best weapon against man. Our minds are incessantly preoccupied with our daily cares. During peace-filled, “quiet time” moments of prayer and reflection we confidently profess our faith to God and feel His peace. Yet, this is so often immediately forgotten, preempted by the next worrisome preoccupation. At time, it’s maddening! Too often our “old nature” chooses to worry rather than to trust God. Worry is a sin because we aren’t taking God at his Word.
Virtually everyone is stressed out today. We fear various problems and what they may do to us. For example, I have worked in pharmaceutical marketing and medical communications for 30+ years and have witnessed incredible changes in the healthcare landscape. I laugh out loud when I remember how in the past I used to complain about various working conditions. However, they were minimal compared to today’s constant stream of pressures. Now there are insecurities about the marketplace, the unrelenting ferocity of managed care, stressed-out clients willing to change their ad agency “on a whim,” and the constant barrage of economic and socio-political uncertainties. It seems every industry, both private and government, is beleaguered by economic crises today.
I guess crying in my beard (?) is both selfish and narrow-minded. Whether we live or have lived in affluence or in abject poverty, we will always have fears and anxieties. Let’s face it; we live in a fallen world. We have to deal with it, and there’s only one way do that: constantly pause and know that God is in control.
When I’m having dark days and am beset by challenges of all sorts, I put my distress in God’s hands and really trust, really believe. He always delivers, and the more I trust, the less my discomfort, and the better the outcome.
Besides entreating the Lord, I must also thank Him. Since the human race is innately selfish, our conversation with God is often a big, one-sided “all about me.” But when we balance our requests with heartfelt thanksgiving, i.e., when it becomes an integral part of our lives, giving thanks can only diminish our despair and contribute to inner peace and real joy. It’s so easy to avow faith and to rationalize it. But faith in action, which means practicing our faith day by day, moment by moment, is the hard part.
Let’s face it. Every day is a life challenge to varying degrees. The storms we face-personal, social, work-related, spiritual, or financial-will always be there. In order to put things into the proper perspective, there are several actions we can take:
1. Start every day with a thanksgiving prayer. One of my favorites was written by Fr. Thomas Hopko:
We praise You, Lord Jesus for showing us how to live day by day without fear, serving obediently, always entrusting our lives into Your care. And we thank you Lord Jesus for showing us how to die, how to gain the victory, how to attain the crown of life by commending our souls into the Father’s hands.
2. Repeat the Jesus Prayer (“Lord Jesus Christ, Son of God, have mercy on me a sinner”) for focus.
3. Recite short Bible verses. These can also help to assuage the anxieties of life whenever those inevitable afflictions rear their ugly heads. Meaningful verses like the following can really lift the weight of our woes:
Be anxious for nothing, but in everything, by prayer and supplication, with thanksgiving, let your requests be made known to God; and the peace of God which surpasses all understanding, will guard your hearts and minds in Christ Jesus (Philippians 4:6-7).
Be still and know that I am God (Psalms 46:10).
Trust in the Lord with all your heart. Lean not upon your own understanding (Proverbs 3:5).
There is no formula, no antibiotic, no magic elixir for eradicating worry and fear. It’s a matter of developing childlike faith, a conscious effort to trust in God. If and when He is willing, that burden will become lighter as we grow in His wisdom and grace.
Bottom line: There can be peace in our hearts only when we turn to the One, True Source of peace, Jesus Christ. As He affirmed, “[My] peace I leave with you, My peace I give to you; not as the world gives, do I give you. Let not your heart be troubled, neither let it be afraid” (John 14:27).
Every day requires a reaffirmation of faith. If we seek God and His values, God will provide for us in wonderful ways we can never imagine. To know the pardon, joy, peace and power that come through Christ, we must personally receive Him by faith. And if our hearts are to change, our faith must be real.
«Και πώς είναι δυνατό, λέγει, άνθρωπος κοσμικός, που είναι προσηλωμένος στο δικαστήριο, κάθε τρεις ώρες της ημέρας να προσεύχεται και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατό και πολύ εύκολο. Γιατί, κι αν δεν είναι εύκολο να πας στην Εκκλησία, καθώς στέκεσαι εκεί μπροστά στις πόρτες κι είσαι προσηλωμένος στο δικαστήριο, είναι δυνατό να προσευχηθείς. Γιατί δε χρειάζεται τόσο φωνή, όσο σκέψη, ούτε έκταση των χεριών, όσο τεντωμένη ψυχή, ούτε κάποια στάση, αλλά πίστη.
Γιατί κι αυτή η Άννα δεν εισακούστηκε επειδή έβγαλε δυνατή και μεγάλη φωνή, αλλ’ επειδή φώναξε δυνατά μέσα στην καρδιά της. Γιατί «η φωνή της δεν ακουόταν» (Α’ Βασιλειών, 1, 13), λέγει, αλλά την άκουγε ο Θεός. ["Ν": Πρόκειται για ένα βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που μπορείτε να το διαβάσετε εδώ (όπως κι όλα τα άλλα βιβλία της Π.Δ. που θα δείτε πιο κάτω). Η αγία Άννα, που αναφέρει εδώ, είναι η μητέρα του αγίου προφήτη Σαμουήλ, όχι η μητέρα της Παναγίας που έχει το ίδιο όνομα, γι' αυτό και τις γιορτάζουμε την ίδια μέρα (9 Δεκ.)].
Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και πολλοί άλλοι και, ενώ ο άρχοντας μέσα φώναζε, απειλούσε, έκανε χειρονομίες, μαινόταν, αυτοί, στεκόμενοι μπροστά στις κλειστές πόρτες και λέγοντας λίγα λόγια προσευχής με το νου τους, όταν μπήκαν μέσα τον μετέβαλαν και τον καταπράυναν και τον έκαναν ήμερο, από άγριος που ήταν. Και δεν εμποδίστηκαν καθόλου, ούτε από τον τόπο, ούτε από την ώρα, ούτε από τη σιωπή για την προσευχή αυτή.
Αυτό λοιπόν κάνε κι εσύ! Στέναξε βαθειά, φέρε στη μνήμη σου τις αμαρτίες σου, στρέψε το βλέμμα σου στον ουρανό, πες με το νου σου «’Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου.
Γιατί αυτός που είπε «ελέησέ με», έδειξε εξομολόγηση και μετάνιωσε για τα αμαρτήματά του.
Γιατί το να ζητούν έλεος ταιριάζει σ’ αυτούς που αμάρτησαν. Αυτός που είπε «ελέησέ με», πήρε συγχώρηση των σφαλμάτων του.
Γιατί αυτός που ελεήθηκε δεν κολάζεται. Αυτός που είπε «ελέησέ με», κέρδισε τη Βασιλεία των Ουρανών.
Γιατί αυτόν που θα ελεήσει ο Θεός, δεν απαλλάσσεται μόνο απ’ τη κόλαση, αλλά γίνεται άξιος και των μελλοντικών αγαθών.
Ας μην προφασιζόμαστε λοιπόν λέγοντας, ότι δεν υπάρχει κοντά μας οίκος προσευχής. Γιατί εμάς τους ίδιους έκανε ναούς η χάρη του Πνεύματος του Θεού, εάν βέβαια είμαστε άγρυπνοι, ώστε να έχουμε από παντού μεγάλη ευκολία.
Η λατρεία μας δεν είναι τέτοια, όπως ήταν παλαιότερα των Ιουδαίων, που είχε πολύ το υλικό στοιχείο και απαιτούσε πολλή απασχόληση. Εκεί ο προσευχόμενος έπρεπε να ανεβεί στο ιερό, να αγοράσει τρυγόνια, να χρησιμοποιήσει ξύλα και φωτιά, να πάρει μαζί του μαχαίρι και το θύμα, γιατί εσύ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα.
Όπου λοιπόν κι αν βρίσκεσαι, μπορείς να στήσεις το βωμό, δείχνοντας μόνο νηφάλια πρόθεση, και σε τίποτα δεν σε εμποδίζει ο τόπος, ούτε σε εμποδίζει η ώρα, αλλά και χωρίς να γονατίσεις, χωρίς να χτυπήσεις το στήθος σου και χωρίς να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, μόνο εάν δείξεις θερμή διάνοια, ολοκλήρωσες το άπαν της προσευχής.
Είναι δυνατό ακόμα και γυναίκα, που κρατάει ρόκα και υφαίνει, να στρέψει το βλέμμα νοερά στον ουρανό και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό.
Μπορεί και άνθρωπος που πηγαίνει στην αγορά και βαδίζει μόνος του να κάνει μακρές προσευχές.
Κι άλλος, που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα, μπορεί να αφιερώσει τη ψυχή του στο Δεσπότη.
Είναι δυνατό και ο δούλος και αυτός που ψωνίζει και αυτός που ανεβαίνει και αυτός που κατεβαίνει και αυτός που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορούν να έρθουν στην εκκλησία, να κάνουν προσευχή μακρά και ζωηρή.
Ο Θεός δεν ντρέπεται τον τόπο. Ένα πράγμα μόνο ζητά, θερμή διάνοια και ψυχή γεμάτη σωφροσύνη.
Και για να δεις ότι δεν χρειάζονται σχήματα και τόποι και ώρες γενικά, αλλά γενναίο και διεγερμένο φρόνημα, ο Παύλος, ενώ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στη φυλακή και δεν στεκόταν όρθιος (γιατί δεν τον άφηνε το ξύλο στο οποίο ήταν δεμένα τα πόδια του), επειδή, όντας ξαπλωμένος, προσευχήθηκε με προθυμία, ταρακούνησε τη φυλακή και τράνταξε τα θεμέλιά της και έδεσε τον αρχιφύλακα και τον οδήγησε ύστερα από αυτά στην ιερή μυσταγωγία (Πράξεις των αποστόλων, 17, 25-34).
Και ο Εζεκίας επίσης χωρίς να στέκεται όρθιος, ούτε να είναι γονατισμένος, αλλά ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, εξαιτίας της αρρώστιας, γύρισε τον εαυτό του προς τον τοίχο, και με το να επικαλεστεί θερμά και με σώφρονα ψυχή το Θεό, και την απόφαση που είχε ανακοινωθεί ανακάλεσε και πολλή συμπάθεια κέρδισε και ξαναβρήκε όπως πριν την υγεία του.
Κι αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς να συμβαίνει όχι μόνο σε άγιους και μεγάλους άνδρες, αλλά και σε κακούς.
Γιατί και ο ληστής δεν στάθηκε σε ευκτήριο οίκο, ούτε γονάτισε, αλλά τεντωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.
Άλλος μέσα σε βούρκο και σε λάκκο (Ιερεμίας 45, 6),
άλλος μέσα σε λάκκο και ανάμεσα σε θηρία (Δανιήλ 6, 22),
άλλος μέσα στην ίδια την κοιλιά του κήτους (Ιωνάς 2, 2-Ι0),
αφού παρακάλεσαν το Θεό, όλα όσα τους απειλούσαν τα διέλυσαν και πέτυχαν την εύνοια του Θεού.
Και βέβαια λέγοντας αυτά σας προτρέπω να πηγαίνετε συνεχώς στις Εκκλησίες, και στο σπίτι να προσεύχεστε με πολλή ησυχία, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια.
Εάν όμως είτε εξαιτίας της ώρας, είτε εξαιτίας του τόπου μείναμε ανάμεσα σε πολλούς άλλους, να μην παραλείπετε εξαιτίας αυτού τις συνηθισμένες προσευχές, αλλά να προσεύχεσθε μ’ αυτόν τον τρόπο, που είπα στην αγάπη σας, και να παρακαλείτε το Θεό, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα έχετε τίποτα λιγότερο με αυτή την προσευχή.
Αυτά σας τα είπα όχι για να με θαυμάσετε και να χειροκροτήσετε, αλλά για να τα εφαρμόσετε έμπρακτα και να αφιερώνετε τις ώρες της νύχτας και της ημέρας και της εργασίας στις προσευχές και τις δεήσεις».
(Αγίου Ι. Χρυσοστόμου, Δ΄ομιλία «Περί Άννης»)