Translate

Wednesday, January 28, 2015

The Beginning of the Spiritual Path ( St. Poemen )


 

Repentance and grieving over one's sins is the beginning of the Divine path is the teaching of St. Poemen. Why is this so? When we repent and stand against evil we will do good and begin to do the will of God. If we do not repent then we will not recognize our evil actions and continue to go against the will of God. The is why we so often find ourselves separated from God. This effort is mostly a struggle with our thoughts. We must be ever watchful and ever ready to attack thoughts which are temptations to go against the will of God.


Saint Poemen was approached by one of his spiritual children with the following concern:

"Father! I have many thoughts, and I am in danger because of them." The old man took him outside and said, "Expand your chest and do not inhale!" "I cannot do that." answered the brother. "If you cannot do that then neither can you stem the flow of the thoughts," said the old man. "But your job is to resist them."It is not the elimination of thoughts that we seek as this is impossible but the ability to minimize and resist them. How do we do this? In general, Saint Poeman would say, "the thing you need most is a sober mind."

First of all, be attentive to yourself and be sober. A brother said that when he was with others, he would amuse himself and return to his cell not the same as when he left it. He asked how he should act. The elder told him, "When you return to your cell, do you want to find yourself the same as when you left? Maintain vigilance over yourself both at home and outside the home." This is one of our major challenges. Saint Theophan has also advised us that one way to do this is to avoid those situations, places and people who led to conditions that arouse thoughts that tempt us. This is also what Saint Poemen teaches. We must remove ourselves for everything passionate.


Saint Paul also instructs us,


Keep away from any of the brothers who refuses to work or to live according to the tradition. (2 Thessalonians 3:6)
What does this mean practically: Why go to a bar on Friday evening after work when we might be tempted to drink to much and then our resistance is almost zero? Why maintain a friendship with a person who continually is asking to do things which you know are not proper? Why engage in discussions that you know will lead to heated arguments where you end up saying things you wish you had never said? Why watch movies or TV shows that stimulate unwanted desires? You can surely think of more which apply to your own personal life. Act on eliminating these temptations from you life. This combined with a life of prayer, repentance and regular participation in the sacraments will bring you closer to God.


Saint Poemen says,

If a trunk full of clothing is not looked after, then in time the clothing will disintegrate. So too will the thoughts, if we do not in fact carry them out, vanish in time, as if they disintegrated.The cure is obvious but not easy to do as we must exercise our will to order our lives is a way that avoids undue temptations.


Saint Poemen

Reference: The Spiritual Life, pp 267-269


http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/03/the-beginning-of-spiritual-path.html

Ο άγνωστος ασπρομάλλης Γέροντας - Ένα συγκλονιστικό θαύμα σε μια γυναίκα 37 ετών


Λέγομαι Ελένη Μάντζιου, και σας γράφω από την Καρδίτσα. Είμαι 37 χρονών. Τον Ιούνιο του 2003, παραμονή της γέννησης του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μπήκα στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης, στο Αιματολογικό. Έπασχα από οξεία μυελογενή λευχαιμία. Έκαμα το πρώτο σχήμα χημειοθεραπείας.

Η ασθένεια δεν έχει ίαση. Οι γιατροί αναζήτησαν τα αδέρφια μου, για να εκθέσουν την κατάσταση και να συνεργαστούν μαζί τους για τη θεραπεία μου. Έχω άλλα τρία αδέρφια, αλλά εγώ ήμουν υιοθετημένη. Τους ειδοποίησε ο σύζυγός μου. Μετά από 20 χρόνια δέχτηκαν και ήρθαν. Είχα συμβατότητα με τη μεγάλη αδερφή μου. Έκανα άλλα δύο σχήματα. Μετά ετοιμάστηκα για τη μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Μπήκα στις 24 Νοεμβρίου. Τα κύτταρα τα πήρα στις 2 Δεκεμβρίου. Όλα καλά! Παραμονή Χριστουγέννων γύρισα στο σπίτι μου. Μετά από δύο μήνες περίπου είδα μπροστά μου έναν ασπρομάλλη γέροντα με λευκό χιτώνα να μου λέει: «Όλα πέρασαν, δεν ήταν να το περάσεις εσύ αυτό». Επί ένα χρόνο αναζητούσα ποιος άγιος ήταν αυτός πού εμφανίστηκε και μου συμπαραστάθηκε στο πρόβλημά μου.
Όταν τα κατάφερα και πραγματοποίησα το τάμα μου στη Λέσβο, στον Άγιο Ραφαήλ, περπατούσαμε με το σύζυγό μου στην πόλη της Μυτιλήνης. Μπήκαμε στο Ναό του Αγίου Θεράποντα, στο Ναό σας, τυχαία. Εκεί ανακάλυψα ότι ο Άγιος που είχα δει τότε, ήταν ο άγιος Θεράπων, ο Επίσκοπος Κύπρου! Αυτός που είδα τότε ήταν Αυτός που προσκύνησα στην εικόνα του Ναού σας! Ειλικρινά σας λέω πως δεν γνώριζα ούτε τη μορφή του, ούτε το όνομά του, ούτε τον ήξερα δηλαδή, ούτε τον είχα ακούσει ποτέ, ούτε τον είχα προσκυνήσει. Την ώρα που ανακάλυψα ποιος ήταν ο γέροντας, ο σωτήρας μου, τα συναισθήματά μου δεν περιγράφονταν: Χαρά, δέος, λύπη, άγχος, δεν ήξερα κι εγώ η ίδια. Έκλαιγα, χαιρόμουνα! Η ψυχή μου ήταν πλημμυρισμένη από αγαλλίαση, η καρδιά μου πετάριζε! Ο σύζυγός μου με ρωτούσε τι έπαθα. Τότε του τα εξήγησα όλα - γιατί γνώριζε μόνο πως κάποιος άγνωστός μας άγιος με είχε θεραπεύσει. Μετά, όταν ηρέμησα, η ψυχή μου πετούσε από χαρά και ευγνωμοσύνη.
Όταν διάβασα το βίο του και τα θαύματά του στο βιβλίο σας, πάτερ, θεώρησα ότι είχα χρέος να σας ενημερώσω για το θαύμα Του και το πώς γνώρισα τη χάρη Του. Τον έχω πάντα στην ψυχή μου, τον έχω πάντα στην καρδιά μου. Τον ευχαριστώ και τον επικαλούμαι συνεχώς.
Με εκτίμηση,
Ελένη Μάντζιου

http://agiameteora.net/index.php/thavmata/6742-o-agnostos-aspromallis-gerontas-ena-sygklonistiko-thayma-se-mia-gynaika-37-eton.html

«Νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικώς» - π. Λουκά ( Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους )

ομιλία από τον οσιολογιώτατο μοναχό της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους π. Λουκά, με θέμα «Νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικώς»

Μία μητέρα που ήξερε να δακρύζει και να γονατίζει.


 
Η συμβολή των μητέρων των Τριών Ιεραρχών, Εμμέλειας του Μ. Βασιλείου, Νόνας του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού
καί Ανθούσας Ιωάννη του Χρυσόστομουστην ανάδειξη αυτών των Μεγάλων Πατέρων καί Οίκουμενικών Διδασκάλων της Εκκλησίας υπήρξε αποφασιστική.
Καί είναι δίκαιος ό θαυμασμός του εθνικού ρήτορα Λιβάνιου για τη χριστιανή γυναίκα - «Βαβαί, οιαι παρά χριστιανοίς είσι γυναίκες» - στο πρόσωπο της μητέρας του Χρυσόστομου, της νεαρής χήρας με την εκπληκτική πιστότητα στη μοναδική αγά­πη της ζωής της καί την ολοκληρωτική της αφοσίωση στην αγωγή του υπέροχου γιου της. Υπάρχει όμως μια ενδιαφέρου­σα λεπτομέρεια!
Καί οι τρεις τους, εξαίρετα πνεύματα, ήταν δεκτικοί, ευάγωγοι ως παιδιά καί νέοι στα άφορώντα τη σχέση τους με τη χριστιανική Αλήθεια καί ζωή!Την Ιδια εποχή στην Εκκλησία του Χρίστου πού παροικεί στη Δύση μια άλλη χριστιανή, ή Μόνικα - χήρεψε κι αυτή νέα -σήκωσε με ανάλογη προς την Ανθούσα πιστότητα το σταυρό της χηρείας της, καί επέδειξε αντίστοιχη αφοσίωση στήν άγωγη του επίσης εξαίρετου στο πνεύμα γιου της, Αύγουστίνου.
Μα αυτός, παρά τη σφοδρή επιθυμία καί μεγάλη προσπάθεια της, έδειξε απροθυμία, αδιαφορία για τα άφορώντα τη χριστια­νική Αλήθεια καί ζωή.Καί το χειρότερο, τράβηξε κατά την αντί­περα όχθη, έπεσε σε υπαρξιακό αδιέξοδο, έζησε βίο άστατο, παραδόθηκε σε εξάρτηση αισθησιακή!



Καί κείνη έγκαρτέρησε, όχι μια δυο μέρες, ένα ή δύο μήνες, ούτε ένα δυο αλλά δεκαέξι ολόκληρα χρόνια σε μαρτύριο δα­κρύων, δακρύων πού τα γόνατα της μεταποιούσαν σε σταλαγ­ματιές θερμής προσευχής! Καί ελεήθηκε από το Θεό, ευλογή­θηκε από την Αγάπη Του με την ευτυχία να δει το γιο της χρι­στιανό! Κι αργότερα Επίσκοπο Ίππώνος καί κορυφαίο Πατέρα ιδιαίτερα της Δυτικής Εκκλησίας!Δε θα την πω πιο αξιοθαύμαστη από τις μητέρες των Τριών Ιεραρχών.
Κρίση σε προσωπικούς σταυρούς δεν χωρεί! Ό Θε­ός γνωρίζει λογισμούς καί διαλογισμούς, διαθέσεις της καρδιάς καί ή Αγάπη Του κρίνει! Θα την πω όμως πιο μαρτυρική! Καί θα διερωτηθώ, τί άραγε θα αναφωνούσε ό Λιβάνιος, αν την είχε κι αυτήν γνωρίσει! Άλλα καί θα προτείνω την προσέγγιση της ιερής μορφής της πού ακολουθεί, ένα μικρό σταχυολόγημα από τα «εκ βαθέων» -«Εξομολογήσεις»- του τελικά λα­μπρού γιου της. Γιατί ή περίπτωση της ενδιαφέρει όχι λίγες μη­τέρες πού σηκώνουν σήμερα ανάλογους σταυρούς
Ήταν χριστιανή με πληρότητα και νόημα! «Ή μητέρα μου δεν αγαπούσε το Θεό από υπακοή στους γονείς της, μάλλον υπάκουε σ' αυτούς από αγάπη σ' Εκείνον», γράφει ό Αυγουστίνος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αληθι­νή πίστη ως προσωπική αγάπη του Θεού - το «πνεύμα πού ζωοποιεί» - καί την πίστη τυπικό χρέος ή καθήκον - «το γράμμα πού σκοτώνει»Όση άναμεσα σε ελευθερία καί δουλεία-έξάρτηση! «Ό Θεός την είχε στολίσει με εξωτερική, πιο πολύ εσω­τερική ομορφιά, αυτή πού της έδινε τη χάρη ζωντανής μαρ­τυρίας της αλήθειας του...»
, συνεχίζει με τρυφερό κι ανθρώ­πινο θαυμασμό. Ή χριστιανή μάνα δεν είναι ιερότητα παγερή, στεγνή! Ή ομορφιά κι ή χάρη της, θεία δώρα κι αυτά ασκούν ύπαρκτική γοητεία στο παιδί, αν καρπώνονται στο μέσα, της ψυχής το κάλλος. Αυτό προέχει, ενώ ή απουσία του δημιουρ­γεί επικίνδυνο κενό!


«Παντρεύτηκε τον ειδωλολάτρη πατέρα μου, άνθρωπο οξύθυμο μα αγαθό, του αφοσιώθηκε σαν στο Χριστό... Αντι­μετώπισε με σεβασμό την άλλη πίστη του, δεν επέτρεψε να γίνει το θέμα αυτό αφορμή φιλονικίας μεταξύ τους... Δεν αντιδρούσε με λόγια ή έργα σε ώρα οργής, αλλά την κατάλ­ληλη στιγμή με αγάπη καί λεπτότητα εξηγούσε το λάθος... Δεν έλεγε ούτε μετέφερε λόγο κακό, δεν υποδαύλιζε διχό­νοιες, υποβοηθούσε τη συμφιλίωση, την ειρήνη... Προσευ­χόταν νύχτα καί μέρα, εκκλησιαζόταν τακτικά, τιμούσε τους λειτουργούς της Εκκλησίας, πρόσεχε την ελεημοσύνη... Κέρδισε έτσι γρήγορα την αγάπη, την τρυφερότητα, το σεβα­σμό του πατέρα μου καί τον ίδιο στη χριστιανική πίστη»!«Αυτά συνέβησαν γιατί είχε Εσένα επιστήθιο φίλο καί δι­δάσκαλο στο σχολείο της ψυχής», εξηγεί ό Αυγουστίνος καί προσθέτει ότι ή επιστροφή του πατέρα του είναι «το πρώτο δώρο του Θεού στη μητέρα μου, ό αρραβώνας της δικής μου επιστροφής, πού όμως επρόκειτο να αργήσει»! Με το τελευ-ταίο ρίχνει τη γέφυρα πού μας περνά από τη Μόνικα αληθινή χριστιανή σύζυγο τή Μόνικα αληθινή χριστιανή μητέρα, στην περιπέτεια της δικής του αποστασίας καί επιστροφής.


Και είναι μια μεγάλη αποστασία ή πρώτη φάση της ζωής του. «Ή μητέρα μας ανάθρεψε γεννώντας μας με ώδίνες τοκετού κάθε φορά πού έβλεπε να ξεμακραίνουμε από Σένα...», γράφει για τη χριστιανική αγωγή της μητέρας του στα τρία παιδιά της.
Για τον εαυτό του ειδικά προσθέτει: «Από την τρυφερή ηλικία είχα ακούσματα για την αιώνια ζωή. Η μητέ­ρα με σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τη στιγμή που μ' έβγαλε άπ' την κοιλιά της. Με πότισε την Αλήθεια του Θεού με το μητρικό της γάλα... Μικρό παιδί κι εγώ, πρίν Σέ γνωρί­σω, σε Σένα εύρισκα στήριγμα καί καταφυγή όταν με μάλω­ναν οι γονείς ή οϊ δάσκαλοι μου...Αρρώστησα βαριά καί ζήτησα με λαχτάρα να βαφτιστώ... Ή μητέρα με μύησε στο Μυστήριο της λυτρώσεως, μου έμα­θε την ομολογία που έπρεπε να απαγγείλω... Καλυτέρεψε όμως ή υγεία μου κι ανέβαλα τη βάφτιση μου. Νικήθηκα από την ιδέα πώς θα ξαναπέσω στην αμαρτία... Ή μήπως καί πήρα αυτή την απόφαση για να είμαι ελεύθερος να την απο­λαύσω»!
Καί με την εμπειρία της επιστροφής πια την ώρα αυτού του «εκ βαθέων» του παρατηρεί: «Ίσως το επέτρεψε ό Θεός για να δώσει στην αγνή καρδιά της μητέρας μου τη χα­ρά να κυοφορήσει μακροχρόνια κι επώδυνα τη σωτηρία μου»!Η περιπέτεια της αποστασίας αρχίζει στην Καρχηδόνα, όπου σπουδάζει Φιλολογία καί Ρητορική. Πρωτεύει στις σπουδές, καμαρώνει γι' αυτό, το... εξαργυρώνει με ερωτικές κατακτήσεις! «Αφέθηκα γρήγορα να γίνω έρμαιο φοβερών παθών καί ηδονών...
Δε ντρεπόμουν να μπλέκομαι σε περι­πέτειες επιπόλαιων ερώτων... Είχα υποδουλωθεί στη φρε­ναπάτη της ήδονοθηρίας, που ή ανθρώπινη άναισχυντία θε­ωρεί καί προβάλλει ως ελευθερία! Με πυρπολούσε ό πόθος τοϋ έρωτα... Το ν'αγαπώ καί ν'αγαπιέμαι μου ήταν πιο γλυ­κό, όταν απολάμβανα το κορμί του άγαπώμενου προσώπου»!"Ομολογίες ρεαλιστικές αλλά αφοπλιστικά ειλικρινείς σε θέμα πού ή εποχή μας απομυθοποιεί καί είδωλοποιεί συνάμα. «Ή μητέρα μου, αυτή ή ταπεινή δούλη του Θεού, που ή καρ­διά της ήταν εκκλησιά, αληθινή κατοικία του Κυρίου, αγωνιά, τρομάζει με το δρόμο πού πήρα...
Με συμβουλεύει... μα δε δίνω την παραμικρή προσοχή... Θεωρώ τίς συμβουλές της απλοϊκές γυναικείες παραινέσεις»! Είναι ή ώρα της μεγάλης φωτιάς, ή ώρα πού ήδονοθήρας αυτός, δε θεωρεί την υπόθε­ση φρεναπάτη, αλλά... ελευθερία. Δεν του περνάει από το νου ότι το τελευταίο δείχνει σαν «φύλλο συκής» της ανθρώπινης άναισχυντίας.
Διαβάζει τότε Κικέρωνα, διαβάζει καί Γραφή, μα καταφεύ­γει στην αίρεση των Μανιχαίων! Δεν αργεί βέβαια να διαπι­στώσει ότι πρόκειται «για ανθρώπους, υπερφίαλους, κενόδοξους, φλύαρους, σαρκικούς. Ανθρώπους πού φώναζαν συ­νεχώς, "ή αλήθεια", "ή αλήθεια", μα δεν είχαν μιαν αλήθεια για Σένα, παρά μονάχα πλάνη»!
Ωστόσο τους ακολουθεί με πάθος. Γι' αυτό ή αγωνία της μητέρας του κορυφώνεται, μα ή αγάπη της τη φέρνει κοντά του. «Ή μητέρα μου έχυσε εκείνη την περίοδο για μένα δάκρυα πιο πολλά από όσα χύνουν οί μανάδες μπρος στα νεκρά παιδιά τους... Με την πίστη της με έβλεπε σαν νεκρό... Αλλά ή αγάπη της πότιζε τώρα με πιο πολλά δάκρυα προσευχών το χώμα!
Αύτη την ξανάφερε κο­ντά μου καί με μήνυμα θεϊκό, παράθυρο ελπίδας»!Παράθυρο ελπίδας από ένα όνειρο, όπου νεανίας γοητευ­τικός, παρότι την έβλεπε σε τόση θλίψη, χαμογελούσε καί της έλεγε: «Ηρέμησε, κοίταξε καί δες, όπου στέκεσαι εσύ, στέ­κεται καί ό γιος σου»! Καί κοίταξε καί βεβαιώθηκε, ήταν αλή­θεια. «Καί είχε τη δύναμη να ζει το όνειρο σαν τη χαρά της δικής μου επιστροφής, πού θα αργούσε πολύ ακόμα!
Γιατί στα εννιά χρόνια πού ακολούθησαν κυλίστηκα σε βόρβορου βάραθρα, βυθίστηκα σε άβυσσο ψεύδους. Πάλευα βέβαια να βγω, αλλά βούλιαζα πιο βαθιά ακόμα»!Το ευτύχημα όμως είναι, «ότι όλα αυτά τα χρόνια ή ευσε­βής καί εγκρατής χήρα μητέρα μου τρέφεται με την ελπίδα του ονείρου της! "Οτι δεν σταματά τους ποταμούς των δα­κρύων, τους στεναγμούς της καρδίας στις ατέλειωτες ώρες των προσευχών της για μένα»!


Και το ανθρώπινο παράπονο στο Θεό! «Εσύ άκουγες τίς παρακλήσεις της, μα άφηνες να κυλιέμαι σε βόρβορο, να παραδέρνω σε χάος... Να είμαιπλανώμενος καί πλανών, πα­ρασυρόμενος καί παρασύρων». Τόσο πού σοφός Επίσκοπος, δε δεχόταν να του μιλήσει παρά τίς θερμές παρακλήσεις της μητέρας του. «Είναι ισχυρογνώμων, εγωιστής, πνεύμα άντιλογίας, παθιασμένος αιρετικός. Άσ' τον ελεύθερο, της είχε πει, αλλά μη σταματήσεις τίς προσευχές σου, κάποτε θα κα­ταλάβει»! Εκείνη επέμενε να παρακαλεί καί αυτός της είπε: «Πήγαινε στην ειρήνη του Θεού. Καί πίστεψε αυτό πού θα σου πω, ό Θεός δεν θα αφήσει να χαθεί ένα παιδί τόσων δακρύων»!
Μήνυμα αιώνιο αυτό για κάθε αληθινή μητέρα! Μετά την Καρχηδόνα ιδρύει καί στη Ρώμη δική του Ρητορι­κή Σχολή. Εκεί ξεκόβει από τους Μανιχαίους, αλλά δεν έρχε­ται στην πίστη. Αρρωσταίνει πάλι βαριά καί ή μητέρα εντείνει τίς προσευχές της. Ό Θεός δεν έχει σχέδιο να τον πάρει πρίν αναγεννηθεί, να«καταφέρει πλήγμα θανατερό στην ψυχή αυτής της Άγιας Γυναίκας».
Γίνεται καλά κι έρχεται καί ιδρύ­ει νέα Ρητορική Σχολή στο Μιλάνο. Κορυφαία μορφή εδώ ό "Αγιος Αμβρόσιος, «ψυχή εκλεκτή, ευσεβής δούλος του Θεού, γνωστός σε όλο τον κόσμο. Τον αγαπώ, όχι όμως ως δάσκαλο της αλήθειας του Χριστού, έχω χάσει πια κάθε ελπί­δα σωτηρίας. Τον αγαπώ ως άνθρωπο πού με έχει συμπαθή­σει».
Αυτή είναι ή κορύφωση της τραγωδίας του! Είναι πια πλάι σε μεγάλη πηγή «ύδατος ζώντος»! Άλλα δε νιώθει δίψα έλαφιού «επί τάς πηγάς των υδάτων»,δεν αισθάνεται την ανάγκη ν' αντλήσει «ύδωρ άλλόμενον εις ζωήν αϊώνιον»! Ή μητέρα σπεύδει, από την Αφρική στο Μιλάνο. Χαίρεται πού μαθαίνει πώς ξέκοψε από το Μανιχάίσμό.
«Δεν είχα βρεί την αλήθεια ακόμα, όμως είχα απομακρυνθεί από το ψέμα»! Ωστόσο λυπάται πού οϋτε ένας Αμβρόσιος δεν είχε αγγίξει καμιά χορ­δή τήςς ψυχής του. Γνωρίζεται, συζητεί με τον "Αγιο, «διπλα­σιάζει τα δάκρυα καί τίς προσευχές της για μένα».


Ό Αυγουστίνος καί τότε ακόμα δείχνει να γλιστρά πιο πέ­ρα. Μετά από ένα μικρό διάστημα στην αστρολογία, καταφεύγει στο νεοπλατωνισμό, ένα φιλοσοφικό σύστημα της μόδας εκείνα τα χρόνια καί ζει κοινοβιακά με κάποιους φίλους. Πα­ράλληλα όμως δεν τον αφήνουν αδιάφορο ακούσματα για επι­στροφές στην πίστη κάποιων νομομαθών, γοητεύεται από το βίο του Άγιου Αντωνίου, διαβάζει την Αγία Γραφή πιο προσε­κτικά.
Ηταν φανερό: το δίχτυ της Αγάπης του Θεού απλωνό­ταν πια για τα καλά πάνω άπ' τη ζωή του, ή αναγέννηση «εξ ύδατος καί πνεύματος» ερχόταν.Καί ήρθε, σε κείνο τον περίπατο, τότε πού περνούσαν μπρος άπ' τα μάτια του ταινία κινηματογραφική τα κρίματά του. Τότε πού εκείνο το ρίγος της μετάνοιας ένιωσε να διαπερνά καί το κορμί του. Αυτό πού είχε κατεργαστεί τα κρίματά της ψυχής του δεκαέξι τόσα χρόνια! Τότε πού ή παιδική φωνή τρα­γουδούσε κι έψαλλε το λυτρωτικό:Tolle et lege'', «άνοιξε καί διάβασε». Τότε πού το βλέμμα του συλλάβισε τον σωτήριο στί­χο: «Ως εν ήμερα εύσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις καί μέθαις, μη κοίταις καί άσελγείαις, μη έριδι καί ζήλω...» (Ρωμ. 14,13). Τότε πού στο τέλος της ανάγνωσης είχαν αλλά­ξει όλα! Είχε αρχίσει το «ένδύσασθε τον Κύριον Ίησούν Χριστόν», είχε γλυκοχαράξει ή ανατολή ενός νέου κόσμου!Καί ή μητέρα ευχαριστούσε το Θεό: «Μου έδωσε ό,τι του ζητήσαμε το παραπάνω»!
'Έλεγε το δικό της«νυν απολύεις»! «"Ωρα να φύγω πια από αυτόν εδώ τον κόσμο»'Τό όνειρο της ελπίδας κι ό λόγος του Επίσκοπου ήταν ψηλαφητή αλήθεια. Ό γιος της ήταν πια «στον δικό της τόπο», «ό Θεός δεν είχε αφή­σει να χαθεί ένα παιδί τόσων δακρύων». Καί όχι μόνο, αλλά καί το ανέδειξε Μεγάλο δικό Του, Μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, με παρουσία αγάπης καί γραφή στη Δύση ανάλογη με κείνη πού αξίωσε στην Ανατολή τους Τρεις Ιεράρχες. Η Αγία Μόνικα, ή μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου, είχε με­
γάλο πρόβλημα με το γιο της, σταυρό βαρύ, ασήκωτο. Το πέρασε όμως άπό μαρτύριο δακρύων, από στεναγμούς καρ­δίας, στα γόνατα ώρες ατέλειωτες δεκάξι τόσα χρόνια. Καί ή απάντηση του Θεού ήρθε! Το υπόδειγμα λέει κάτι ελπιδοφόρο.Σέ πολλές σημερινές μητέρες. 


http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/01/blog-post_1951.html

Variations in the Spiritual Life ( Elder Joseph of Vatopedi )

Even though we’re in the season of winter, we had a fine day yesterday, with lots of sunshine. We felt the weather had taken a turn for the better, and then today it changed again and we’ve got turbulence. We can’t get out to do our work. We have to dig in until this situation passes, since we all know it’s temporary. This phenomenon of variations in the weather also occurs in our spiritual life. Changes and variations are a postlapsarian phenomenon. After the fall, people unfortunately lost their personality and are now subject to alterations. Before the fall, they had the Grace of the Holy Spirit living with them. They lived in accordance with nature, they lived without needs and “being lords of all”, held sway over time, manner, place and means and were not subject to variations of any kind, since they had a comprehensive personality. But, as the late Justin Popović observes, when they wanted to become God, through the devil, not only did they not do so, but became a particular kind of devil themselves. Something happened which cannot be rooted out and they now had no authority over anything in their personality. And they waited to see what they would find. All that was left to them was the power of reason and with this they thought up ways of freeing themselves from dangers, which had arisen because of the changes they had undergone. This is an important piece of thinking which will especially help us monks to succeed, since our life is the exact study of the conscience. We don’t monitor only the results of an action, in order to refrain from it; we also monitor the causes which gave rise to it.

In the period of Grace, Jesus has taught us to root out evil. In the period of the Law of Moses, the result, the fruit, the action had been punished. We live in the period of Grace. We don’t wait for the time for evil to happen in order to stop it or to pray not to implement it. We monks are on the watch from the conception of the thought, the “provocation” in the language of the Fathers, so that we can pull up by the roots the very plants that bear evil fruit, which is sin in action. To succeed in this we have to have great finesse in the handling of the variations. As we’ve already said, these variations are like weather conditions. They’re not permanent, but passing. They shouldn’t frighten people into changing the pattern of their lives. We have sailors as examples. They don’t renounce the call of the sea just because it becomes like hell when there’s a storm. What do they do? They tie up in a harbour and wait it out. Then they get back on course and the matter of the storm doesn’t concern them any more. So we aren’t frightened either, when we have the skill of dealing with variations. Through the variations, Satan tries to scare us, to block our path. But since we know in advance that the variations are intrusive and transient features, then we’re not bothered by them. Like the sailors, we tie up the ship and wait, knowing that the tempest will pass and we’ll continue. You see in the readings we listen to in the refectory that the Fathers place little store by the matter of troubling thoughts, or provocations, as they’re called, particularly that great teacher of discrimination Abba Pimin, who interprets precisely this detail for us. For us who are a long way from the causes, the variations really are laughable, because they achieve nothing. In practice, we’re living in reality. What reality? When we heard the call. Jesus called us with the prophetic words of Isaiah: “Therefore come out from them and be separate. Touch no unclean thing, and I will receive you. I will be a Father to you,

and you will be my sons and daughters”. And we heard the call; each one at the age and in the circumstances decided by the dispensation of divine grace, we “came out from them”. What? The causes, not people. Never let it be said. With people we’re brothers. People don’t harm us. We have relations with people. We came out, to be exact, from the root cause of mammon, in the language of Jesus, by which He meant the law of abnormality, the law of desire. We came out from there, and now don’t touch such kinds of “unclean things”, which make up the body of mammon… Anything to do with abuse and desire is no concern of ours. And we didn’t wait for a moment at a distance from the causes of evil, but built a dwelling and a hut in the deserts, like wild goats, and here we persevere, awaiting God’s mercy, convinced that He Who called us is faithful to His promises. So there’s not much the devil can get out of us, if we’re just a little bit careful. Because in the language of the Fathers, who interpret in detail the practical facet of our lives, most of the bad that we can suffer is due to the root causes of evil. Our backsliding starts where the senses and the natural resources and laws, with unspeakable pretexts, are all jumbled up by Satan. Now that we’re out of all that, Satan’s been stripped of his power. Divine Grace, with the Cross of Christ, has denuded him, because “the swords of the enemy have failed utterly”. And Jesus tells us that “the Lord of world is coming and in me he will find nothing” and “take courage, I have defeated the world”, including, naturally the devil himself. Not being able any longer to provoke us directly from the essence of things, which are the root causes and which excite us us, he tries through the variations to bring back old memories, in order to trouble us, to spoil our peace and take our minds off our aim. Which is what? To forget the past and concentrate on the future. To forget the old life, the old person of sin and abuse and to embrace the “new life”. To imitate Jesus and our Holy Fathers, whose followers we are.

The crown of the monastic hypostasis is virginity. We had virginity and purity as our goal, which is why we fled the root causes that provoked us. Intertwined with virginity are obedience and the renunciation of our own will, which is subordination, and then there follow physical service, humility, sobriety, silence, prayer and everything else the Fathers gave us and with which we occupy ourselves. By the Grace of Christ, each of us observes all these, more or less, with the strength he possesses and abstains in practice from the root causes. This is as far as human strength and effort will take us, there’s nothing we can do. Whether the roots of evil will be pulled up from within us and in their place the roots of good will strike, bringing as their fruit good memories and virtues, doesn’t depend on us. We long for it, we await it, we hope for it, we believe in it, but it’s not ours to hold. Only divine Grace will give it, and that’s what we wait for. It’s out of our control. All that’s within our control is to abstain, in practice, from anything which is called — and really is — sin. And, with as much strength as we have, to remain within the margins of the good and of virtue.



By the Grace of Christ, this is what we do, more or less. It’s as far as our strength will take us. The rest we await with faith, and if Grace comes, it grants it. So the devil can’t do us down, unless he troubles the waters and draws the monk away from his standards. What are these standards? Purity, subordination and obedience. Now if the monk hangs on to these unswervingly, the devil can’t do him any harm.

He can’t harm him in purity, because there aren’t any root causes. A monk would have to be really stupid to be deceived into entering into evil tastes you have to acquire and to think up ways of finding pleasure in that sort of filth and compliance, which are too disgusting even to think about. One of the most significant causes that blocks the road for us who want to observe virginity precisely, is the opposite sex. Because, in the presence of this cause, our purity is impugned. Anything at all that moves us to the remembrance of this kind of pleasure is entirely alien to us. In a real monk, the effect of Grace is so great that thoughts like that just make him laugh. If ever God allows a war to burst upon us, there must be some reason. Either because we’ve abandoned our duty and have resigned ourselves to negligence and sloth, and so are asking Grace to give us a wake-up call, or because it’s the time for it to give us the crown of purity, the comprehensive seal of virginity, which is why it allows Satan to trouble us: so that we can prove, in practice, our real appetite for purity. And in this battle, God will give us the appropriate strength. “And God is faithful; he will not let you be tempted beyond what you can bear. But when you are tempted, he will also provide a way out so that you can stand up under it”.

Now we come to our second duty, subordination and obedience. As you know, the fall of logical beings, both angels and people, occurred through rebellion. When Christ came to bring back into balance that which had fallen, he did not deign, nor provide nor attempt nor decide to make that return by any other gate but that of obedience. Because if He chosen any other way, He would have given the impression that He had made a mistake at the creation. But God made everything “very good”. In one of his discourses, Saint Neofytos the Enclosed interprets “very good” by saying: “And how was it possible, Our Good Lord, for You to make something wrong, something not “very good”. Since You’re the centre of all kindness. You’re the supreme good, so was it possible for You to make a mistake and make something that wasn’t good like You?”.

So what was made “very good” by God can’t be altered by the devil, by people or by any other factor. When Christ came, He had the power, as Lord of all to alter even the law of creation, because “He spoke and they were born, He commanded and they were made”. He is the craftsman. And yet, to prove the perfection of His Godly magnificence, He indicated that there should be a return to where the fall occurred. He was forced, therefore, to take on our own nature, to undergo a kind of selflessness that’s inconceivable for the thought process of logical beings and to persuade us, in practice, that our restitution could only succeed in this way. We monks, who keep the Gospel perfection in its highest form, are total imitators of Christ. This is why, after purity, we promised subservience and obedience. So long as a monk remains subservient and obedient, the devil can’t ever do him any harm, neither with variations, nor illnesses, nor dangers nor fears nor any logical or absurd pretext. Precisely because the obedient monk doesn’t accept his own thinking. Satan can never appear directly and speak face to face nor even make shapes for us that will deceive us. He certainly does something, but in what way? Deviously, through thoughts. From where the faculty of direct knowledge casts up its own thoughts and projects them onto the screen of the intellect and chooses them and decides, that’s where Satan goes and, through the same projector, beams the evil thought onto the same screen. This faculty of direct knowledge is guileless and doesn’t understand; it sees the image and doesn’t realize who put it there. It takes it for its own thought. Because the thought’s deceitful when it comes. It doesn’t say: “Eat, sleep, be idle, steal, lie, laugh”. If it did, people wouldn’t heed it. By nature, people are good and don’t go directly towards evil; unless they’re depraved. Then the thought comes with the reasonable pretext and says: “I don’t feel too good, I’ll just have sleep”, and many other unspeakable pretexts. Now when these come, the real person who’s really under obedience immediately thinks: “Any thought that comes to me, good or bad, I’ll tell the Elder about it”. Then they’re within the framework of subordination and obedience. Once the devil sees that the disciple behaves like that, he loses all his power. Try it and see. If there’s a subtle thought that won’t go away, say “I’ll go to the Elder and he’ll tell me what to do” and it’ll disappear straight away.

Unfortunately, variations exist and alter our disposition. People can be cheerful, enterprising, “fervent in the spirit”, and all of a sudden they’re arid, listless and lose all their vigour. Then comes the perfectly reasonable thought that they should be accommodating. If they’re not feeling well, they can eat a little more, maybe something better, go and have a rest before the usual time, not bother with their rule. But a monk says: “That’s not for me. And if necessary, I’ll ask the Elder”. So he’s in no danger. Because, if you allow yourself dispensations, they’re followed by a host of temptations and you’ll never hear the end of it. You’re seized with despair, discouragement, your conscience bothers you and doesn’t leave you in peace, so that you’re encouraged bodily to abandon your rule and spiritually to stop remembering God. This will shake up your whole world, body and soul. But if you’re careful, you’ll take whatever’s bothering you, whatever’s pressing upon you, to the Elder. Then you’re sheltered by the grace of obedience and dependence and, because of that, you’re not held in thrall to the various traps that Satan’s laid. Wherever Satan can’t get in, everything’s normal and peaceful, because we Christians have the peace of Jesus as a possession: “Peace I leave with you, my peace I give you” (Jn. 14, 27) and “Behold, I am with you always” (Matth. 28, 20). These are positions; they’re not just words.

By staying within the bounds of obedience and duty, we enjoy the continuation of the presence of the Grace of Jesus and we become peaceful. All of this increases within us the experience of how we should fight. Once we learn that, the problem’s solved. Nobody can do anything to us, because we’ve continued along our chosen path intelligently and wisely, because, to put it simply they don’t have the right to, because “the one who is within you is greater than the one who is in the world” (1 Jn. 4, 4).

Question: Elder, apart from what you’ve told us, what else should we do when these variations come?

Answer: As I said before, people have to learn the art of war. Central to this, as Jesus told us, is patience. “Who shows patience to the end will be saved” and “in your patience you will possess your souls. Since it’s patience that’ll show reality. Because the variations, which are up and down states, are not real. Neither the state of being up is real not that of being down. The wave of Grace which sweeps people, cools them and gives them comfort isn’t permanent, but then neither are despair and dryness. What they really are we’ll discover only with patient endurance. If you’re in the habit of being patient, you await the mercy of God, which will come and satisfy you.

The variations are caused by lots of reasons. Whether they’re from the right or the left the underlying causes have one aim. Whatever is in the interest, for the benefit of people. If the Lord of life and death allows anything to happen to people, He must have weighed it with His own Godly justice, which is certainly for people’s benefit. The matter of the great goodness and providence of God is Godly and perfect — as are all the divine perfections. God doesn’t change, so that evil can come out of one of His decisions. Only kindness, only love, only goodness, only caring, only charity — that’s what God is. So those whom He loves and those whom He chastises, He does so in accordance with His attributes — with love.

If God allows a variation, a temptation — especially to people, whom He loved so much that “He did not spare His own Son” — it means that He does so out of love, in our interest.