Translate

Saturday, November 8, 2014

Αγώνα του Γέροντα (Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης)



Στις αρχές του 1953, που είχανε λιώσει τα χιόνια εκεί γύρω, πήγε ψάχνοντας και βρήκε το ασκητήριο του οσίου Δαβίδ. Η χαρά του απερίγραπτη. Βαθιά στην καρδιά του είχε φωλιάσει η επιθυμία να μιμηθεί τον όσιο Δαβίδ. Όσο μπορούσε, βέβαια.

Εκείνος τόσα χρόνια έζησε στην ερημιά, συντροφιά με τ’ αγρίμια, στη μικρή σπηλιά του, και γω –σκεφτόταν ο π. Ιάκωβος– να μην έρχομαι! Και περιμένω να ησυχάσω στο μοναστήρι από τους πειρασμούς; Και περιμένω να προοδεύσω στην υπακοή και στην ταπείνωση…

Από τους πρώτους μήνες του 1953 αύξησε την άσκησή του. Όσο περισσότερο με την άσκηση μίκραινε το θέλημα της σάρκας, τόσο ευκολότερα προόδευε στην υπακοή και την ταπείνωση. Κι έβλεπε ότι όσο περισσότερο είχε τις αρετές αυτές, τόσο η καρδιά του και ο νους του ανοιγόσανε στο Θεό. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε διαβάσει βαθιά θεολογικά και νηπτικά έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Λίγα εκκλησιαστικά μόνο και κάτι απλοϊκά ηθικιστικά που του δάνειζε η μυλωνού στο χωριό του. Το έπαιρνε το βιβλιαράκι από τη μυλωνού και σε δύο-τρεις ημέρες το επέστρεφε. Το είχε κιόλας διαβάσει. Δεν ήξερε καν τη Φιλοκαλία. Πρόσεχε όμως πολύ αυτά που γράφουνε τα λειτουργικά βιβλία. Με τα χρόνια μάλιστα τα καταλάβαινε περισσότερο, χωρίς να έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Την Παρακλητική, το Τριώδιο… τα ρούφαγε κυριολεκτικά. Μα το βιβλίο που του ταίριαζε περισσότερο ήτανε το Πεντηκοστάριο. Η χαρά και ο αναστάσιμος θρίαμβος των τροπαρίων του μπαίνανε στην καρδιά του π. Ιακώβου. Και ήτανε στιγμές που του ’ρχότανε να πετάξει. Πλημμύριζε τόσο πολύ από χαρά η καρδιά του, που ένιωθε πια ελαφρύς, να φύγει στα ύψη. Μέχρι και τώρα που κοιμήθηκε, έλεγε πολύ συχνά:

–Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι… εγώ πάτερ μου, είμαι χαρούμενος… βλέπεις, πάτερ μου, τώρα που εξομολογήθηκες πόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος είσαι; Εγώ πάντα έτσι είμαι…

Η Μεγάλη Σαρακοστή τον βρήκε με πολλές δουλειές και καθήκοντα στη Μονή. Κανείς δεν εργαζότανε, κανείς δεν ενδιαφερότανε για τίποτα. Έπρεπε να είναι πανταχού παρών. Στο περιβόλι, στα ζώα, στη στέρνα, στην καθαριότητα, στα ξύλα… παντού… Και στις Ακολουθίες όλες αυτός. Ο αγαθός Ευθύμιος μόνο ακολουθούσε. Κι εφόσον ο ηγούμενος έλειπε, όποιος ξένος και να ’ρχότανε, τον Ιάκωβο φωνάζανε. Όμως οι δουλειές, δουλειές και η άσκηση, άσκηση.

Έκανε το τριήμερο –αποχή από κάθε είδους τροφή, ούτε νερό– και μετά συνέχιζε με ξηροφαγία. Μούσκευε φακή και κουκιά. Προσφάιζε με λίγο ψωμάκι και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή του.

Τη νύχτα είχε άλλους αγώνες. Άλλη άσκηση. Μετά το Απόδειπνο ακολουθούσε λίγες ώρες εργασία. Έπειτα στο κελί. Εδώ ήτανε η μεγάλη παλαίστρα, το μαρμαρένιο αλώνι του χάρου και του Διγενή. Εδώ παλεύει ο Σατανάς με τον άνθρωπο του Θεού. Και πάλεψε ο Ιάκωβος το Σατανά και νίκησε, γιατί αγάπησε πολύ το Θεό!

Στο κελάκι του είχε ξυλοκρέβατο, πάνω στο οποίο έβαζε μια κουρελού. Εκεί όμως δεν κοιμότανε. Διάβασε από παλιά για τη χαμαικοιτία των ασκητών. Τους μιμήθηκε. Κοιμότανε κι αυτός καταγής, εκείνο το λίγο που κοιμότανε.

Αποβραδίς το κελάκι φωτιζότανε μ’ ένα κερί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε κεριά ούτε καν ένα καντηλάκι. Άναβε δαδί και μ’ αυτό διάβαζε. Το έβαζε μπροστά του, στη μέση του κελιού, φόραγε το πετραχήλι, καθότανε κάτω σταυροπόδι, οκλαδόν, και άρχιζε το διάβασμα. Συνήθως με Παρακλήσεις, της Παναγίας, του οσίου Δαβίδ, του αγίου της ημέρας. Αυτές πάντοτε. Όμως διάβαζε κι όσες άλλες μπορούσε. Μετά, το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας, κάθε νύχτας. Έκανε και τις μετάνοιες. Και τη νύχτα και την ημέρα. Περνούσε πάντα τις χίλιες και τις έφτασε μέχρι τρεις χιλιάδες, ανάλογα με την ημέρα, την εποχή και τους πειρασμούς.

Τις νύχτες, με το φως του κεριού, έζησε τις φοβερότερες και γλυκύτερες εμπειρίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Οι δαίμονες τον πολεμούσανε με λύσσα. Κάνανε το παν για να του πάρουνε το νου και την καρδιά από τον Κύριο. Κάποτε τα κατάφερναν. Συχνά μπαίνανε στο κελί και το αναστάτωναν με φωνές, θορύβους και άγριες μορφές. Εκείνος έντρομος, σήκωνε μπροστά του τον ξύλινο Σταυρό και ο Θεός του παραστεκότανε, αφανίζονταν οι δαίμονες. Μα ο αθλητής είχε την αμοιβή του. Ήτανε νύχτες που, ενώ αγρυπνούσε και παρακαλούσε να τον ελευθερώσει ο Θεός από λογισμούς, να τον γεμίσει αγάπη για το Θεό, ένιωθε μέσα του δροσιστικό γλυκύτατο αεράκι. Τον ηρεμούσε και του ’φερνε ειρήνη απερίγραπτη. Μια ευχαρίστηση τον διαπότιζε ολόκληρο, ευχαρίστηση που μπορεί να δώσει μόνο ο Θεός. Ήτανε λίγο από τη μακαριότητα της ουράνιας βασιλείας.

Τα έζησε αυτά και ήτανε 33 ετών, στα χρόνια του Κυρίου. Μίλαγε πολύ λίγο για τέτοιου είδους εμπειρίες ο μακαριστός γέροντας, μα κάτι κάποτε σε κάποιους έλεγε.

Romanian Elder Teofil Paraian Falls Asleep In the Lord





On the morning of October 29, 2009 in the military hospital of the city of Cluj in Romania, Father Teofil (Theophilos) Paraian, the blind elder and confessor of Romania, fell asleep in the Lord at the age of 80. The funeral service was held on October 31.

The Elder was born blind on March 3, 1929 in Topârcea village, near Sibiu. Though handicapped with blindness, this did not prevent him from becoming educated. He attended a primary school for the blind in Cluj-Napoca, from 1935 to 1940. Between 1948 and 1952, Father Teofil attended the Theological School of Sibiu, and from April 1, 1953 entered into the monastic community of Brancoveanu Monastery of Sambata de Sus. Having received a theological degree, and despite his blindness, he was ordained a priest.

The Elder was known for his ability to explain the various themes of the spiritual life with clarity, wisdom and experience. He was widely regarded as one of Romania's most significant spiritual guides, and highly honored by the Romanian youth.

May God give rest to his pure soul and have mercy upon us through his prayers.


















Monahismul evanghelic – 4




Lucrul care îl face pe monah să fie bucuria și lumina lumii este faptul că el păstrează chipul omului, ,,cel creat după chipul Lui Dumnezeu”. În lumea dominată de păcat, în care trăim, pierdem și, câteodată uităm care este măsura adevărată a omului.Ce anume era omul înainte de cădere și ce este omul îndumnezeit, adică ,,chipul Lui Dumnezeu”, acest lucru ni-l arată lămurit sfințitul monah. Astfel, monahul rămâne – cel puțin pentru aceia care pot să întrezărească firea umană cea mai adâncă și cea mai adevărată, fără prejudecățile ideologice trecătoare – șansa omului la mântuire.

Dacă omul nu se poate îndumnezei, și dacă noi nu am cunoscut personal oameni îndumnezeiți, greu ne este să nădăjduim în posibilitatea ca omul să-şi depășească starea căzută și să-și atingă scopul pentru care l-a plăsmuit Preabunul Dumnezeu, adică binecuvântata îndumnezeire. Sfântul Ioan Scărarul spune: ,,Lumina monahilor sunt îngerii. Iar lumina tuturor oamenilor este cetatea Împărăției” (Cuvântul 26). Dobândind harul îndumnezeirii încă din această viață, monahul devine semn și martor al Împărăției Lui Dumnezeu în lume. După Sfinții Părinți, Împărăția Lui Dumnezeu este dar și arvună a Sfântului Duh. Prin intermediul monahului îndumnezeit, lumea poate cunoaște caracterul și slava omului înduhovnicit și al Împărăției Lui Dumnezeu ce va să vină, Împărăție ce nu este din lumea aceasta.

Astfel, prin intermediul monahismului este păstrată în Biserică conștiința eshatologică a Bisericii Apostolice, vie dorința așteptării Domnului (Maran Atha= Domnul vine), dar și deja prezența Lui tainică în mijlocul nostru, căci ,,Împărăția Lui Dumnezeu este înlăuntrul nostru”. Amintirea morții și fecioria, cea care nu aduce roade trupești, ci duhovnicești, îl propulsează pe monah în veacul ce va să vină. După cum învață Sfântul Grigorie de Nyssa ,,Hristos, Cel care legiuiește fecioria, se naște din Fecioară, ducând fecioria dincolo [în cealaltă viață], lumea de aici, în viața de dincolo… ducându-l de la cele văzute la cele nevăzute” (Cuvânt la înmormântarea Marelui Vasile P.G. 36, 576).

Monahul care păzește fecioria lăsată de Hristos, depășește nu doar cele ale firii, ci și cele mai presus de fire, și, ajungând până la cele mai de sus, devine asemenea îngerilor, despre care a vorbit și Mântuitorul Hristos: ,, Căci la înviere, nici nu se însoară, nici nu se mărită, ci sunt ca îngerii lui Dumnezeu în cer” (Matei 22, 30). Precum îngerii, la fel și monahii, nu fecioresc pentru a dobândi foloase pentru Biserică, ci pentru a-L sluji pe Dumnezeu ,,în trupul și în duhul lor” (I Corinteni 6, 20).

Fecioria pune hotar morții, după cum teologhisește Sfântul Grigorie de Nyssa: ,,Moartea, cea care a stăpânit de la Adam până la Fecioara Maria, s-a năpustit și asupra ei, dar, ca o piatră ce s-a sfărâmat, vrând să lovească în rodul feciorie, la fel, în fiecare suflet, care, în această viață trăiește în feciorie, moartea este zdrobită și este desființată stăpânirea ei pentru totdeauna” (Despre feciorie, 14, p. 436).

Duhul evanghelic eshatologic, pe care monahismul îl păstrează, apără și pe creștinii care formează Biserica din lume (din afara mănăstirilor) de secularizare și de tot ceea ce este potrivnic duhului evanghelic. Retras și tăcut, dar viu și mereu prezent în mijlocul Bisericii, monahul propovăduiește adevărul Atotțiitorului și necesitatea unei vieți creștine desăvârșite. El orientează lumea către Ierusalimul cel de sus și slava Sfintei Treimi, ca scop universal al întemeierii lumii.

Acesta este mesajul apostolic pe care, în mod autentic îl transmite monahismul în fiecare epocă, și care presupune efortul comun al tuturor și, mai ales, jertfirea vieții pe altarul lucrării apostolice. La fel ca Sfinții Apostoli, și monahii, ,,lăsând toate”, Îl urmează pe Hristos împlinind cuvântul Său: ,,Şi oricine a lăsat case sau fraţi, sau surori, sau tată, sau mamă, sau femeie, sau copii, sau ţarine, pentru numele Meu, înmulţit va lua înapoi şi va moşteni viaţa veşnică” (Matei 14, 29). ,,Nimic având, dar pe toate stăpânindu-le”, ei împart împreună pătimirile, lipsurile, suferințele, privegherile și toate greutățile pe care le-au îndurat și Sfinții Apostoli. Se învrednicesc, însă, asemenea Apostolilor, de a deveni ,,vestitori ai măreției Aceluia” (II Petru 16) și de a primi experiența personală a harului Sfântului Duh, astfel încât, de asemenea, apostolicește să poată spune nu doar ,,Iisus Hristos a venit în lume ca să-i mântuiască pe cei păcătoși dintre care cel dintâi sunt eu” (I Timotei 1,15), dar și ,,ce era de la început, ce am auzit, ce am văzut cu ochii noştri, ce am privit şi mâinile noastre au pipăit despre Cuvântul vieţii. Şi Viaţa s-a arătat şi am văzut-o şi mărturisim şi vă vestim Viaţa de veci, care era la Tatăl şi s-a arătat nouă” (I Ioan 1, 1-2).

Această vedere a slavei Lui Dumnezeu și bucuria împărtășirii de dulcele Iisus justifică toate nevoințele sale duhovnicești și face viața monahală ,,viața cea adevărată” și ,,viața cea fericită”, care cu nimic nu poate fi schimbată, odată ce, monahul, prin harul lui Dumnezeu a cunoscut-o fie câtuși de puțin. Acest har îl răspândește tainic monahul și către frații săi din lume, astfel încât, toți să vadă, să se pocăiască, să creadă, să se mângâie, să se bucure în Domnul și să slăvească pe Milostivul Dumnezeu ,,Cel ce dă oamenilor asemenea putere” (Matei 9, 8).

[Sfârşit. Iar lui Dumnezeu: Slavă!]

Sursa: Arhim. Gheórghios Kapsánis, fericitul întru adormire Egumen al Sfintei Mănăstiri a Cuviosului Grigorie, Monahismul Evanghelic, Nr. 1, pp. 64-80, Editura Sfintei Mănăstiri a Cuviosului Grigorie, Sfântul Munte, 1976.

http://www.pemptousia.ro/

Όποιος λοιπόν επιθυμεί να γνωρίσει τον Θεό...




Αν ο άνθρωπος έχει αγνή διάθεση και αγάπη για τον Θεό, θα επιθυμήσει την κάθαρση από τα πάθη και θα ταπεινώσει το νου του μπροστά στη Θεία βούληση και στη Θεία αγάπη.

Θα ακολουθήσει τη διδαχή του Θεού και θα εναρμονίσει μ' αυτή ολόκληρη τη ζωή του. Τη διδαχή του Χριστού κήρυξαν οι προφήτες και οι απόστολοι· όποιος αγαπάει τον Θεό Τον αφήνει να μιλήσει στη ζωή του και ακολουθεί τη φωνή Του.

«Εμείς είμαστε από τον Θεό. Όποιος γνωρίζει τον Θεό, μας ακούει. Όποιος δεν είναι από τον Θεό, δεν μας ακούει. Με αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε το Πνεύμα της αληθείας από το πνεύμα της πλάνης» (Α' Ιω. Δ' 6).

«Πας ο πιστεύων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει»· όποιος παραβαίνει και δεν μένει στη διδαχή του Χριστού, δεν έχει Θεό· «εκείνος που μένει στη διδαχή του Χριστού, αυτός έχει και τον Πατέρα και τον Υιόν» (Β' Ιω. 9)· «εκείνος που πράττει το καλό (ο αγαθοποιών), είναι εκ του Θεού· ο δε κακοποιών δεν έχει ιδεί τον Θεό» (Γ' Ιω. 11).

«Εάν επιθυμείς αληθινά τη θεωρία των μυστηρίων, εξάσκησε με έργα τις εντολές και όχι ερευνητικά και με τη μάθηση· η πνευματική θεωρία ενεργεί μέσα μας στον τόπο που είναι καθαρός· και ζήτησε πρώτα να μάθεις πώς μπορείς να εισέλθεις σ' αυτόν τον τόπο της καθαρότητος και κατόπιν άρχισε το έργο» (Ισαάκ ο Σύρος). Όποιος λοιπόν επιθυμεί να γνωρίσει τον Θεό, πρέπει να γίνει άνθρωπος αγάπης, να ανταποκριθεί δηλαδή ελεύθερα στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη.

Όμως για να το κάνει αυτό με συνέπεια πρέπει να επιθυμεί την ελευθερία του από τα πάθη και να αγωνίζεται ν' απαλλαγεί από αυτά, πρέπει να έχει αληθινά αγαθή πρόθεση, να «διψάει» για τον Θεό και να εγκαταλείψει την αυτονομία του, να ταπεινωθεί και να ακολουθήσει τη διδαχή του Θεού, όχι τη «συνταγή του όφεως»!

http://www.agioritikovima.gr

Περί τῆς ἀκηδίας καί τῆς μελαγχολίας ( Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ )



[…Αξίζει να σταματήσουμε για μια στιγμή για να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό το «χαρούμενο πνεύμα» στην ζωή του Οσίου. Ήταν η χαρακτηριστική του ιδιότητα, ιδιαίτερα αργότερα.

Αλλά ακόμη και αυτό το δώρο της χάριτος δεν το επέτυχε δίχως αγώνα, παρόλο ότι ήταν τόσο σωτήριο για τις βασανισμένες ψυχές όλων εκείνων που αργότερα συνέρρεαν δίπλα του. Υπάρχει λόγος να σκεφθούμε ότι το πνεύμα της ακηδίας του έκανε επίθεση στην αρχή της μοναχικής του ζωής. «Είναι δύσκολο», λέει, «να αποφύγει αυτήν την ασθένεια κάποιος που μόλις έχει αρχίσει την μοναχική του ζωή, διότι είναι η πρώτη που του επιτίθεται. Επομένως, πριν από όλα πρέπει κανείς να φυλάγεται από αυτήν».
«Συμβαίνει μερικές φορές κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση του πνεύματος να σκέφτεται ότι θα ήταν πιο εύκολο για αυτόν να καταστραφεί ή να στερηθεί από κάθε αίσθημα και συνείδηση, παρά να παραμείνει περισσότερο σε αυτήν την ανεξήγητα βασανιστική κατάσταση του πνεύματος. Πρέπει να προσπαθήσει κανείς να βγει από αυτήν όσο το δυνατόν συντομώτερα. Φυλάξου από το πνεύμα της ακηδίας , γιατί αυτό γεννά κάθε κακό».
«Χιλιάδες πειρασμοί πηγάζουν από αυτό: ταραχή, θυμός, μομφή, γογγυσμός του ανθρώπου για την μοίρα του, ρυπαροί λογισμοί, συνεχής αλλαγή τόπου»…
… «Η ψυχή , γεμάτη από την λύπη και γινόμενη ως παράφρων και έξω από τα λογικά της, είναι ανίκανη να δεχθεί με ηρεμία μία καλή συμβουλή ή να απαντήσει ταπεινά σε ερωτήσεις που της γίνονται».
Ίσως σκεφθούμε ότι το κακό πνεύμα της μελαγχολίας (ακηδίας) επιτέθηκε ακόμα και στον Όσιο. Αλλά αυτός αμέσως και αποφασιστικά βρήκε τον τρόπο να διαφύγει από αυτό. Το πρώτο «φάρμακο» «με την βοήθεια του οποίου σύντομα βρίσκει κανείς παρηγοριά στην ψυχή του» είναι «η πραότητα της καρδιάς», όπως διδάσκει ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος. Άλλη θεραπεία βρήκε στην εργασία και στους αγώνες. «Αυτή η αρρώστια θεραπεύεται με προσευχή, αποχή από την αργολογία, με εργόχειρο, ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, με την ανάγνωση του Λόγου του Θεού και με την υπομονή∙ γιατί γεννιέται από την δειλία, την ραθυμία και την αργολογία».
Και οι δύο αυτοί τρόποι οδηγούν πάνω απ’ όλα στην απλή, αγόγγυστη εκπλήρωση της υπακοής. Εδώ υπάρχει και ταπείνωση και αγώνας. «Πάνω απ’ όλα», έλεγε ο Όσιος, «ο δόκιμος πρέπει να καταπολεμά την μελαγχολία (ακηδία) με αυστηρή και άνευ αντιρρήσεων εκπλήρωση όλων των καθηκόντων που του έχουν αναθέσει. «Όταν οι ασχολίες σου μπουν σε πραγματική σειρά, τότε η ανία δεν θα βρει [πουθενά τόπο στην καρδιά σου. Οι άνθρωποι που έχουν πλήξη είναι εκείνοι που η ζωή τους δεν είναι σε τάξη. Και έτσι η υπακοή είναι το καλύτερο φάρμακο εναντίον αυτής της επικίνδυνης αρρώστιας». Και όλα αυτά μαζί οδηγούν στην τελευταία θεραπεία των πνευματικών ασθενειών – την απάθεια.
«Όποιος έχει νικήσει τα πάθη του έχει κατανικήσει και την θλίψη»… ]

Από το βιβλίο: «Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ
Πνευματική Βιογραφία»
Αρχιμανδρίτου π. Λάζαρου Μουρ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ
 

http://agiameteora.net/

Children that Stray from the Faith: A Monastic Answer




Handmaiden:

How can we help our children regain their faith if they stray away from church in high school or when they go to college?

Mother Raphaela:

We cannot do anything to help our children regain their faith if they stray away from Church as they grow up. Once our children have grown, we have to let go of them and let them lead their own lives and make their own choices and decisions. Whether we have raised them well (and the biggest part of that is giving them an example by the way we have lived our lives and spoken our words), whether we have made huge mistakes that we must learn to repent of before God and His people, or whether we have raised them well along with some mistakes, what is left to us is prayer. Prayer is not trying to manipulate our children from a distance—perhaps even thinking that God and His saints are more powerful manipulators than we are if we can get them on our side. Prayer is taking the time and making the space regularly in our lives to put our children (and all of our loved ones) in God’s hands; asking the saints for their help in doing this; asking their guardian angels and their saints to be there with them. Prayer is letting go and trusting God. Such prayer is also a powerful statement to our children that we trust them. As long as we are taking the time and making the space to rescue them, we are giving them an equally powerful message that we think they are still children, incapable of handling whatever it may be.

Will our children always “turn out right”? No. Especially not on our schedule. But if we truly pray, if we truly love God, then we give them the best possible atmosphere to choose what is good and true, even when it does not seem right to us. And they will know that we love them, no matter what. This is the way God loves. For some of us, part of the Cross we may be asked to carry is to share in the suffering He endures each time one of us turns away from Him in order to pursue our own self-willed agenda.

Overall, the best thing we can do for ourselves and our children (and for all of our loved ones) is really to learn and understand that we are always, wholly, totally in the presence of God no matter what we do or say, no matter what we endure or perpetrate. Whether we recognize His presence or not, we cannot get away from Him. If we accept this presence and the great love that He has offered us and will always offer us, even now we have a foretaste of heaven. This is a simple understanding, but it is the basis on which all theology and prayer rest. Any words of theology and prayer apart from this realization are simply “noisy gongs and clanging cymbals” (1 Corinthians 13:1). When we make the time and the space, with God we acquire the love of the Holy Spirit, and as St. Seraphim teaches us, then God can save thousands around us.



http://lessonsfromamonastery.wordpress.com/2014/10/21/children-that-stray-from-the-faith-a-monastic-answer/