Ακριβώς το καλοκαίρι του 1898, όταν έληξε η περίοδος των μαθημάτων,
ο Σεβασμιότατος γενικός Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (Άγ. Νεκτάριος) έφθανε με κανα- δύο φίλους του στις Καρυές, στο Πρωτάτο.
«Ήταν μιά ταλαιπωρία να φτάσει στα Κατουνάκια,
στο ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων,
στην ακροτοπιά, που όπως λένε,
ψέλνουν αγγελικά.
Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένιωθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Στα Κατουνάκια, οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία, χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι.
Κάτι το ασύλληπτο, το «ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν».
Στο ησυχαστήριό τους περίφημο για την αβραμιαία φιλοξενία του,
εμόναζαν τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, που ζούσαν με άκρα υπακοή μεταξύ τους απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα,
αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι.
Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο με τα παλιά ράσα που χρησιμοποιοιύσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών στον κήπο της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστηκες αρβύλες.
Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.
Τον υποδέχτηκαν όπως όλους, με εγκαρδιότητα και αβραμιαία καλωσύνη,
και αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριομέλι, ευχαριστήθηκεν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους,
να παρακολουθήσουν τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του,
περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν «ακτίνες θείου φωτός»!
Μετά τα κεράσματα, ο αδελφός Δανιήλ από την αδελφότητα και ο Νεκτάριος, κατευθυνόμενοι προς τον φοβερό βράχο του Καρουλιού,
συναπάντησαν έναν άγνωστο ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δυό μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν.
- Ευλογείτε.....ψιθύρισε ο Νεκτάριος.
Κι απόμεινε εκσατατικός.
-Ο Κύριος αποκρίθηκε αυτός.
Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
- Πώς προπορεύεσθε αδελφέ, από τον Πενταπόλεως (ο Άγιος Νεκτάριος ήταν Επίσκοπος Πενταπόλεως) τον προ πολλού ένταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών;
Σα να τους κόπηκε η αναπνοή.
Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος.
Ο Νεκτάριος κύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε.
Η καρδιά του γοργοχτυπούσε.
Είχε λοιπόν δίπλα του μιάν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το προορατικό χάρισμα! Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του.
Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλο του. Παρακαλώ... δεχτείτε τον ασπασμό μου.
Κι επλησίασε και έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχτηκε με φόβο.
Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη, βράθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.
Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθές οι δαίμονες φρύαξαν.... ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή.
Μετεβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμω αναίσθητον.
Πλήν όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εις δε την φράσιν «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν από τους μεγαλύτερους διώκτες των.
Τι νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα; Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και...
-Καταλαβαίνω συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής, να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι Σεβασμιότατε, έπιασε να λέει ο ασκητής.
Νοσταλγείτε την μόνωσιν.
Αλλά αφού θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον αγαπήσατε τους συνανθρώπους...Θά’ρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
- Τι φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; Σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν απάντησε αμέσως.
Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος στα βασίλεια. Πόλεμοι, ανησυχία, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
- Ο φόβος..... Επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.»
ο Σεβασμιότατος γενικός Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (Άγ. Νεκτάριος) έφθανε με κανα- δύο φίλους του στις Καρυές, στο Πρωτάτο.
«Ήταν μιά ταλαιπωρία να φτάσει στα Κατουνάκια,
στο ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων,
στην ακροτοπιά, που όπως λένε,
ψέλνουν αγγελικά.
Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένιωθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Στα Κατουνάκια, οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία, χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι.
Κάτι το ασύλληπτο, το «ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν».
Στο ησυχαστήριό τους περίφημο για την αβραμιαία φιλοξενία του,
εμόναζαν τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, που ζούσαν με άκρα υπακοή μεταξύ τους απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα,
αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι.
Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο με τα παλιά ράσα που χρησιμοποιοιύσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών στον κήπο της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστηκες αρβύλες.
Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.
Τον υποδέχτηκαν όπως όλους, με εγκαρδιότητα και αβραμιαία καλωσύνη,
και αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριομέλι, ευχαριστήθηκεν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους,
να παρακολουθήσουν τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του,
περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν «ακτίνες θείου φωτός»!
Μετά τα κεράσματα, ο αδελφός Δανιήλ από την αδελφότητα και ο Νεκτάριος, κατευθυνόμενοι προς τον φοβερό βράχο του Καρουλιού,
συναπάντησαν έναν άγνωστο ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δυό μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν.
- Ευλογείτε.....ψιθύρισε ο Νεκτάριος.
Κι απόμεινε εκσατατικός.
-Ο Κύριος αποκρίθηκε αυτός.
Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
- Πώς προπορεύεσθε αδελφέ, από τον Πενταπόλεως (ο Άγιος Νεκτάριος ήταν Επίσκοπος Πενταπόλεως) τον προ πολλού ένταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών;
Σα να τους κόπηκε η αναπνοή.
Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος.
Ο Νεκτάριος κύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε.
Η καρδιά του γοργοχτυπούσε.
Είχε λοιπόν δίπλα του μιάν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το προορατικό χάρισμα! Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του.
Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλο του. Παρακαλώ... δεχτείτε τον ασπασμό μου.
Κι επλησίασε και έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχτηκε με φόβο.
Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη, βράθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.
Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθές οι δαίμονες φρύαξαν.... ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή.
Μετεβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμω αναίσθητον.
Πλήν όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εις δε την φράσιν «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν από τους μεγαλύτερους διώκτες των.
Τι νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα; Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και...
-Καταλαβαίνω συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής, να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι Σεβασμιότατε, έπιασε να λέει ο ασκητής.
Νοσταλγείτε την μόνωσιν.
Αλλά αφού θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον αγαπήσατε τους συνανθρώπους...Θά’ρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
- Τι φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; Σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν απάντησε αμέσως.
Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος στα βασίλεια. Πόλεμοι, ανησυχία, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
- Ο φόβος..... Επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.»