Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής (2/11/1897 – 28/8/1959)
Ευχαριστώ τον Θεόν όπου με ηξίωσε να φορέσω το Άγιον και Αγγελικόν σχήμα και να λέγωμαι Μοναχός.
Επιποθούσα δε και εκαταφλέγετο η καρδία μου εις το να μανθάνω περί της ‘Υμών υγείας ψυχικής και σωματικής· αλλ’ η εντολή η λέγουσα «ο αγαπών πατέρα η μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστιν μου άξιος», αυτή με αναγκάζει να λησμονήσω όχι μόνον γονείς, αδελφούς και συγγενείς, αλλά και αυτό ακόμη το ίδιον σώμα….
Και όλος ο έρωτας και η αγάπη της ψυχής θέλει να είναι προς τον Θεόν.
Εις Αυτόν θέλει να ατενίζη τα όμματα και να θεωρή και να προσεύχεται, να ζητή και να λαμβάνη τα αρμόδια φάρμακα προς κάθαρσιν εαυτής και ανάπτυξιν του πνευματικού ανθρώπου…
Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
1)Πως εργάζεται ο διάβολος"
2) "Ο διάβολος μας βάζει ένεση αναισθησίας"
1) «Ό διάβολος προσπαθεί να άχρηστέψη τον αγωνιστή»
- Γέροντα, μερικές φορές οι πειρασμοί έρχονται ό ένας πάνω στον άλλον και δεν αντέχω.
- Να σου πω μια λύση, για να τους αποφυγής; Θα την δεχθης;
- Ναι.
- Η μόνη λύση για να αποφυγής τους πειρασμούς είναι να... συμμαχήσης με τον διάβολο!... Τι γελάς; Δεν σου αρέσει αύτη η λύση; Κοίταξε να σου πω. Όσο κανείς αγωνίζεται, θα έχη πειρασμούς και δυσκολίες. Και όσο προσπαθεί να άποφύγη τον πειρασμό, τόσο κόντρα τοϋ πάει ό διάβολος. Άλλα με τους πειρασμούς - αν τους αξιοποιήσουμε σωστά -, δίνεται η ευκαιρία, επειδή μερικές φορές η ζωή μας είναι άντιευαγγελική, να γίνη «ευαγγελική».
- Γέροντα, σκαλώνω σε μερικά ασήμαντα πράγματα και δεν έχω μετά διάθεση να αγωνισθώ για κάτι ανώτερο.
- Αυτά είναι σαν τις νάρκες που βάζει ό εχθρός, για να άχρηστέψη τον στρατό. Το ταγκαλάκι, όταν δη ότι δεν μπορεί να κάνη άλλη ζημιά στον αγωνιστή, κοιτάει πως να τον άχρηστέψη με ασήμαντα πράγματα. Ύστερα, να ξέρης οτι υπάρχουν και μικρά ταγκαλάκια, που κάνουν όμως μεγάλη ζημιά. Μια φορά ρώτησαν ένα μικρό ταγκαλάκι: «Τάχα τι μπορείς να κάνης εσύ;». «Έγώ τι μπορώ να κάνω; Πάω και μπερδεύω τις κλωστές στις μοδίστρες, στους τσαγκάρηδες, απάντησε, και τους κάνω να θυμώνουν». Τα μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται από τιποτένια πράγματα, όχι μόνο σ' εμάς, άλλα μερικές φορές και στα κράτη.
Στους πνευματικούς ανθρώπους δεν υπάρχουν σοβαρές αφορμές για σκάνδαλα, από τα μικρά παίρνει ό διάβολος αφορμή. Τσακίζει τον άνθρωπο ψυχικά με κάτι χαζά, παιδικά πράγματα, οπότε κάνει την καρδιά του όπως εκείνος θέλει και μένει μετά κανείς ένα κούτσουρο.
- Γιατί, Γέροντα, ενώ βάζω ενα πρόγραμμα, μια σειρά στον αγώνα μου, και ξεκινώ με διάθεση να αγωνισθώ, σύντομα ξεχνιέμαι;
- Δεν ξέρεις; Το ταγκαλάκι, όταν πάρη είδηση ότι κάνουμε δουλειά πνευματική, τότε γυρίζει το κουμπί αλλού. Ένώ βάζουμε ένα πρόγραμμα, μια άλφα σειρά, βρισκόμαστε σε άλλη και, αν δεν προσέξουμε, το αντιλαμβανόμαστε μετά από μέρες. Γι' αυτό ό αγωνιστής πρέπει να πηγαίνη όλο κόντρα στον διάβολο - φυσικά με διάκριση - και να τον παρακολουθή κάποιος έμπειρος Πνευματικός.
- Έναν άνθρωπο που δεν κάνει λεπτή εργασία στον εαυτό του, ό σατανάς τον πολεμάει;
- Ό σατανάς δεν πάει σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά πάει σε έναν αγωνιστή, για να τον πειράξη και να τον αχρηστέψη. Δεν χάνει τον καιρό του να κάνη λεπτή εργασία σε κάποιον που δεν κάνει λεπτή εργασία. Στέλνει σ' αυτόν που ράβει με σακκορράφα, διάβολο με σακκορράφα. Σ' αυτόν που κάνει λεπτό εργόχειρο, στέλνει διάβολο που κάνει λεπτό εργόχειρο. Σ' αυτόν που κάνει πολύ ψιλό κέντημα, στέλνει διάβολο για πολύ ψιλή εργασία. Σ’ αυτούς που κάνουν χονδρή δουλειά στον εαυτό τους, στέλνει χονδρό διάβολο. Στους αρχαρίους στέλνει, αρχάριο διάβολο.
Οι άνθρωποι που έχουν λεπτή ψυχή, πολύ φιλότιμο και είναι ευαίσθητοι, χρειάζεται να προσέξουν, γιατί βάζει και ό διάβολος την ουρά του και τους κάνει πιο ευαίσθητους, και μπορεί να φθάσουν στην μελαγχολία η ακόμη - Θεός φυλάξοι - και στην αυτοκτονία.
Ο διάβολος, ενώ εμάς τους ανθρώπους μας βάζει να πηγαίνουμε κόντρα στον πλησίον μας και να μαλώνουμε, ό ιδιος ποτέ δεν πάει κόντρα. Τον αμελή τον κάνει πιο αμελή, τον αναπαύει με τον λογισμό: «Το κεφάλι σου πονάει, είσαι αδιάθετος, δεν πειράζει και αν δεν σηκωθής για προσευχή». Τον ευλαβή τον κάνει πιο ευλαβή, για να τον ρίξη στην υπερηφάνεια, η τον σπρώχνει να αγωνισθή περισσότερο άπό τις δυνάμεις του, ώστε να αποκάμη και να αφήση μετά όλα τα πνευματικά του όπλα και να παραδοθή ό πρώην πολύ αγωνιστής. Τον σκληρόκαρδο τον κάνει πιο σκληρόκαρδο, τον ευαίσθητο υπερευαίσθητο.
Και βλέπεις πόσοι άνθρωποι, άλλοι γιατί έχουν κάποια ευαισθησία και άλλοι γιατί έχουν κλονισθή τα νεύρα τους, ταλαιπωρούνται με αϋπνίες και παίρνουν χάπια η βασανίζονται και χαραμίζονται στα νοσοκομεία. Σπάνια να δης σήμερα άνθρωπο ισορροπημένο. Έγιναν μπαταρίες οι άνθρωποι.
Οι περισσότεροι είναι σαν να έχουν ηλεκτρισμό. Όσοι μάλιστα δεν εξομολογούνται, δέχονται επιδράσεις δαιμονικές, έχουν έναν δαιμονικό μαγνητισμό, γιατί ό διάβολος έχει εξουσία επάνω τους. Λίγοι άνθρωποι, είτε αγόρια είτε κοπέλες είτε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ένα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τι θα πη δαιμονισμός; Να μην μπορής να συνεννοηθής με τον κόσμο.
2)Ό διάβολος μας βάζει ένεση αναισθησίας
-Είπα σε κάποιους γιατρούς που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει».
Η αναισθησία του διαβόλου εϊναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά η στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιή, χωρίς να αντιδράσουν.
Ο διάβολος, οταν θέλη να πολεμήση έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνη τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο, και μετά πηγαίνει ο ϊδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει... Άλλα προηγείται ό... «αναισθησιολόγος».
Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «υβρισθήναι, χλευασθήναι κ.λπ.», και τελικά, ό πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε και αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σάς έχω πει παραδείγματα;
Παλιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ενα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντήρηση την οικογένεια του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάη στα Γιάννενα, να πάρη δάνειο, για να άγοράση ένα άλογο, να ὸργώνη τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβη με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε.
Τον έβλεπε ό ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!».
Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ό Εβραίος να κατεβάζη τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Πάρ' το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω πιο φθηνό».
Έφευγε άπό τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ό Εβραίος, θα σου το δώσω πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ό καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε...», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο! Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνη; Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί έπαιρνε όσο του χρειαζόταν.
Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Άλλα τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνη να σκάβη με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώση το δάνειο! Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβη με την τσάπα! Άλλα για να χαζεύη στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε;
Έτσι κάνει και ό διάβολος, σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από 'δώ, σε τραβάει από ‘κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για άλλου ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξης. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.
Απόσπασμα από τις σελίδες 109 -113 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
http://agapienxristou.blogspot.ca/2015/03/blog-post_72.html
Με τη βοήθεια του Θεού φθάσαμε στο ξεκίνημα της Μεγάλης Σαρακοστής που θα μας οδηγήσει στη μεγάλη εορτή του Πάσχα. Αυτή η ευλογημένη περίοδος, ειδικά στην εποχή μας και στις δυσκολίες που ζούμε όλοι μας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας αφήσει ίδιους... Θα ήταν μεγάλη αδικία για καθένα από εμάς να περάσει η Σαρακοστή ανεκμετάλλευτη... Θα πρέπει να κάνουμε κάτι, ώστε να αλλάξει λίγο η πορεία της ζωής μας, να μεταμορφωθεί λίγο η ψυχή μας.
Στόχος τῆς πνευματικῆς μας πορείας εἶναι ἡ ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ ἐναρέτου βίου. Ἡ ἀρετὴ εἶναι μία γενικὴ λέξη, ποὺ ἀναλύεται ὅμως σὲ ἐπὶ μέρους ἀρετές. Δὲν ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὰ βιώματα, τὶς ἐμπειρίες, ἀλλὰ μὲ κάτι κάπως πιὸ πρακτικό, κάπως πιὸ καθημερινό, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν καρπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πνευματική μας ζωὴ μπορεῖ νὰ ἔχει τὰ στοιχεῖα τῆς ἐξωτερικῆς λατρείας, μπορεῖ νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πνευματικοῦ λόγου, μπορεῖ νὰ διαβάζουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ πνευματικά, νὰ ἔχουμε συνήθειες πνευματικὲς καὶ γνώσεις θεολογικές, ἀλλά, ἂν τὰ χέρια μας δὲν εἶναι γεμάτα ἀπὸ καρπούς, ἂν ἡ ζωή μας δὲν εἶναι στολισμένη μὲ συγκεκριμένες ἀρετές, τότε μᾶλλον ζημιὰ κάνει ἡ μαρτυρία μας καὶ μᾶλλον καταστροφὴ συμβαίνει στὴν ψυχή μας. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ὑπάρχουν τὰ σκαλοπάτια τῶν συγκεκριμένων ἀρετῶν, ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὸ ἐπίγειο φρόνημα στὶς οὐράνιες καταστάσεις γιὰ τὶς ὁποῖες διαρκῶς μᾶς μιλάει ἡ Ἐκκλησία μὲ τόση πίστη, μὲ τόση ἀγάπη, μὲ τόση διάθεση νὰ μᾶς κάνει μετόχους αὐτῶν τῶν μεγάλων εὐλογιῶν.
Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν νὰ μποῦμε σὲ αὐτὸ τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἀπὸ ποιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο τοῦ πρακτικοῦ βίου, ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουμε τὴν ἄνοδο, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ σκαλοπάτια ποὺ θὰ μᾶς φθάσουν στὴν κορυφή; Τί νὰ χρησιμοποιήσουμε ὡς ἀφορμή;
Ὑπάρχει μία προσευχή, ποὺ εἶμαι βέβαιος πὼς οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς τὴ γνωρίζουν. Εἶναι μία προσευχὴ ποὺ προσδιορίζει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴ λέμε μόνο σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο. Μία προσευχὴ μετανοίας, ποὺ ἀνοίγει τοὺς ὁρίζοντές μας. Μία προσευχὴ ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἀκολουθίες. Μάλιστα, σὲ μερικὲς ἐμφανίζεται καὶ δύο φορές. Μία πολὺ παλιὰ προσευχὴ , ἡ ὁποία ὅμως πολὺ βαθειὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὸν ἀγώνα της, τὸ μυστήριο καὶ τὴν προοπτική της. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ.
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Τόσο μικρὴ ἀλλὰ τόσο περιεκτική! Μάλιστα, κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγγέλλεται ἁπλὰ ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ κινήσεις μετανοίας. Στὰ μοναστήρια, ἂν τυχὸν ἔχετε πάει, τηρεῖται ἐπακριβῶς τὸ τυπικὸ αὐτό, ὅπως ἀναγράφεται στὶς φυλλάδες καὶ στὸ Ὡρολόγιο. Λέγει ἐκεῖ ὅτι ποιοῦμε τρεῖς μετανοίας μετὰ ἀπὸ τὸν κάθε στίχο καὶ μετὰ κάνουμε δώδεκα μικρὲς καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ τελευταῖο κομμάτι καὶ μετὰ ἄλλη μία μεγάλη.
Δηλαδή, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...» -τελειώνουμε τὸ πρῶτο κομμάτι- καὶ κάνουμε μία στρωτὴ ἐδαφιαία μετάνοια, ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες, τὶς βαθιές. Συνεχίζουμε: «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης...»· δεύτερη μετάνοια. «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα...»· τρίτη μετάνοια. Καὶ μετὰ σιωπηρῶς λέγοντας τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἢ τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κάνουμε δώδεκα σταυρωτὲς μικρὲς μετάνοιες. Αὐτὸ στὰ μοναστήρια. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαι μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα» καὶ κάνουμε ἄλλη μία μεγάλη μετάνοια. Ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ τὴν καταλάβει τὴν προσευχὴ ὄχι μόνον ἡ σκέψη μας, ὄχι μόνον ἡ ψυχή μας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα μας. Νὰ τὴν καταλάβει ὁλόκληρος ὁ ἐαυτός μας. Εἶναι σημαντικὴ προσευχή. Εἶναι πόρτα καὶ ὁδὸς καὶ τέρμα γιὰ ὅποιον ἔχει πνευματικὴ εὐστροφία νὰ ἀξιοποιήσει τὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ στὴ ζωή του.
Ἂς κάνουμε, λοιπόν, μία σύντομη ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, νὰ καταλήξουμε σὲ τέσσερις παρατηρήσεις ποὺ δὲν εἶναι τόσο ἐμφανεῖς, νὰ κρατήσει ὁ καθένας τὸ μήνυμά του καὶ ἔτσι νὰ τὸ πάρει συνοδὸ.
Ὁ χορηγός, ὁ ὁδηγός, ὁ ὑπερασπιστής, ὁ Κύριος
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...»· ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, στὸ ὁποῖο ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορά: «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 26,1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.
Ξεκινοῦμε τὴν προσευχὴ μᾶς ὁμολογώντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς ρυθμίζει ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροι μου» λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 30,16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μας ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέχρι καὶ τὸ τέλος της, τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἐνδιαμέσως, οἱ γνωριμίες ποὺ κάνουμε, οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχουμε, οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾶμε, ὅλα εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναθέσουμε σὲ Ἐκεῖνον, ὥστε Αὐτὸς νὰ φροντίσει τὸ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε, ἢ θὰ τὰ διαχειρισθοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.
Ξεκινοῦμε, λοιπόν, τὴν προσευχή μας μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ὅτι ἡ ζωή μας πρῶτον δὲν μᾶς ἀνήκει -φοβερὸ πράγμα· γιὰ σκεφτεῖτε το!- καὶ δεύτερον ὅτι ἀνήκει στὸ σύνολό της, σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε φάση της καὶ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Γιὰ φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως καὶ αὐτεξουσίως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινοῦμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».
Ἡ ἀργία
Τέσσερα πράγματα νὰ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀργία. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Ἕνας μουδιασμένος, μαραμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ πνευματικά. Φοβερὴ ἀρρώστια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νέα παιδιὰ ἀνόρεκτα, μᾶλλον κουρασμένα -νὰ τὴν πῶ τὴν λέξη - βαριεστημένα, χωρὶς διάθεση, χωρὶς χυμούς, χωρὶς ἐνθουσιασμό. Δὲν μποροῦμε ἔτσι νὰ προχωρήσουμε. Λέει στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος ὅτι ἡ ἀργία εἶναι περιεκτικὸν τοῦ θανάτου στοιχεῖον, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θυμίζει τὸν θάνατο στὸν ἄνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει στὴ ζωὴ ἕνας ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπὸ τεμπελιά; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀκηδία, αὐτὴ ἡ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀδιαφορία, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα, ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχή μας, ἁμαρτήματα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκηδία, ἡ ἀργία. Αὐτὸ θέλει βία καὶ πίεση γιὰ νὰ καταπολεμηθεῖ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. 11,12).
Αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ ζορίζονται, νὰ ἀσκοῦνται, νὰ ἐπιμένουν, νὰ ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παραδίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτὸ τοὺς αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δύο λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νά γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανὴ προσευχή μας ζητώντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.
Ἡ περιέργεια
«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργίας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κάνεις μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα. Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «μισῶ τὸ χαμερπὲς πάθος τῆς περιεργίας». Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς περιεργίας ποὺ μὲ κάνει νὰ σέρνομαι χαμηλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ χαμερπές· σημαίνει νὰ ἕρπω χάμω. Αὐτὸ τὸ πάθος ἐνδημεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικὸ παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μία ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴ ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Σὰν νὰ τὸν βλέπεις μὲ τὶς πιτζάμες τῆς ὑποστάσεώς του. Νὰ ἀνακαλύπτεις τὰ μυστικά του, χωρὶς κανέναν λόγο. Νὰ ἀφήνεις στὴν ἄκρη τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ μπερδεύεσαι μὲ τὰ σκουπίδια.
Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖο, πάλι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴ θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ, ὥστε νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.
Ἡ φιλαρχία
Τρίτο πάθος ἡ «φιλαρχία», ἡ φιλοπρωτία. Κοινὴ ἀρρώστια. Ὅλοι τὴν ἔχουμε μέσα μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀποδέκτες, ὄχι ἁπλῶς τιμῶν, ἀλλὰ τῶν καλυτέρων τιμῶν. Στὴ σύγκριση νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν δεύτερο πιὸ μπροστὰ καὶ μάλιστα μὲ σαφήνεια. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τόσο συχνὰ τσακωνόμαστε ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Μὰ τί σημασία ἔχει αὐτό; Μπορεῖ νὰ εἶσαι ἱερέας καὶ νὰ ἐπιδιώκεις ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸ πρῶτο Εὐαγγέλιο τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ ὄχι ὁ συνεφημέριός σου. Μπορεῖ νὰ εἶσαι ψάλτης καὶ νὰ διεκδικεῖς ἐσὺ νὰ ψάλεις τὰ καλὰ κομμάτια καὶ ὄχι ὁ ἄλλος, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἔχει καλύτερη φωνὴ ἢ περισσότερες γνώσεις ψαλτικῆς. Πῶς μᾶς κυβερνάει ὁ διάβολος! Μὲ ἀνόητα πράγματα!
Βλέπετε καὶ τοὺς Μαθητές, ἐνῶ ὁ Κύριος τους ἀναγγέλλει περὶ τοῦ πάθους Του, τὴν ἴδια ὥρα, ἀρχίζουν οἱ δύο, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ φοβερὸ ποιὸ εἶναι; Ὅτι δὲν ἔμειναν μόνοι αὐτοὶ οἱ δύο νὰ διεκδικοῦν τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐνοχλήθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ στράφηκαν ἐναντίον τους. Προφανῶς γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἤθελαν ἀπὸ μέσα τους νὰ εἶναι πρῶτοι. Οἱ ἥρωες αὐτοὶ τῆς πίστεως, αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν καὶ μετὰ μαρτύρησαν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀρνήθηκαν, οἱ ἴδιοι ἐγκατέλειψαν, οἱ ἴδιοι τσακώθηκαν λίγο πρὸ τοῦ πάθους ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς δίνει τὸ μάθημα τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου λέγοντας ὅτι πρῶτος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει μετὰ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τὴ θέση τοῦ τελευταίου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ μπεῖς σὲ ἕναν χῶρο ποὺ θὰ διαδραματιστεῖ μία ἐκπληκτικὴ σκηνή, ὅπου ἀπὸ μέσα σου νὰ θέλεις νὰ βλέπεις καὶ νὰ ἀκοῦς. Καὶ ἐκεῖ νὰ σοῦ προτείνουν νὰ διαλέξεις ὅποια θέση θέλεις, ἀκόμη καὶ τὴν καλύτερη. Κι ἐσὺ νὰ ἐπιλέγεις εὔκολα τὴν τελευταία. Νὰ εἶσαι μέσα ἀλλὰ κρυμμένος στὴν ἄκρη. Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ μποῦν οἱ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ ἐσένα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἐσύ. Γιὰ νὰ εἶναι μεγαλύτερη χαρά σου ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῆς παραστάσεως ἡ χαρά τους.
«Τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12,10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι φιλοπρωτία, ὄχι πρωτοκαθεδρία. Ὄχι αὐτὸ τὸ φίλαρχο φρόνημα, νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος, ἀλλὰ νὰ θέλω νὰ τιμήσω τὸν ἄλλο, νὰ θέλω νὰ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος. Νὰ τοῦ ἐκχωρήσω τὰ δικαιώματα, νὰ εἶμαι ὁ διακονῶν, νὰ εἶμαι ὁ εὐτυχισμένος ἔσχατος, ὁ εὐλογημένος οὐραγός, ἀναπαυμένος στὴ θέση μου, στὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ εἶναι μέσα στὴν ἀγκαλιά, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι καλύτεροί μου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ χαίρομαι τὴν εὐλογία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀδελφῶν. «Πνεῦμα», λοιπόν, «φιλαρχίας»,νὰ θέλω νὰ ὑπερέχω ἐγώ, καὶ φιλοπρωτίας,«μή μοι δῶς».
Ἡ ἀργολογία
«Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας» καὶ τέταρτον «ἀργολογίας». Τί θὰ πεῖ ἀργολογία; Κουτσομπολιό. Ἀχρηστολογία. Ὑπάρχει κάτι ποῦ λέγεται περιαυτολογία· νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κακὸ πράγμα! Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται καυχησιολογία· νὰ ἀρχίσεις νὰ καυχᾶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἄλλη ἀρρώστια! Ὑπάρχει ἄλλο ἕνα πάθος ποὺ λέγεται πολυλογία· νὰ μιλᾶς ἀκατάσχετα καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει σειρὰ νὰ πεῖ κάτι. Καὶ ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀργολογία, τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ λὲς ἀνοησίες ἢ ἄχρηστα πράγματα. Λόγια ποὺ δὲν χρειάζονται, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα. Συχνὰ ὁμολογοῦμε ὅτι «πῆγα καὶ σκότωσα τὴν ὥρα μου. Εἴπαμε καὶ κανένα χαζό». Ὄχι τέτοιο πράγμα. Ἀπὸ τὸ στόμα μας «λόγος ἀργός», δηλαδὴ μὴ ζωντανός, μὴ οὐσιαστικὸς «μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. 4,29), νὰ μὴν βγαίνει, μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ ἅγιοί μας. Γιὰ φαντασθεῖτε πάλι τὴ ζωή μας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σε περιεκτικούς, οὐσιαστικοὺς λόγους. Νὰ μὴν ἔχει, λοιπόν, οὔτε τὸ ἀγκάθι τοῦ ἄχρηστου, ἀνόητου λόγου, οὔτε τοῦ περίεργου λόγου, οὔτε τοῦ κατακριτικοῦ λόγου, οὔτε τοῦ ὑπεροχικοῦ λόγου, ἀλλὰ νὰ εἶναι στόμα καθαρό, λόγος παστρικός, πεντακάθαρος. «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ», λέει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 3,1). Αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρὸ στόμα καὶ δὲν φταίει μὲ τὸ στόμα του αὐτὸς ἐγγίζει πλέον τὴν κατάσταση τῆς τελειότητος.
Καθώς, λοιπόν, ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψει στὴν ψυχή μας τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν τεσσάρων ἀδυναμιῶν, στὴν οὐσία, μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, ζητοῦμε τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ τέσσερις ἀρετές: ἀντὶ τῆς ἀργίας, τὸ φιλότιμο καὶ τὸν ἅγιο ζῆλο. Στὴ θέση τῆς περιέργειας, τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀπερίσπαστον καὶ τὴ σύνεση. Ἀντὶ τῆς φιλαρχίας, τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν εὐγενῆ συστολὴ . Καί, τέλος, ἀντὶ τῆς ἀργολογίας, τὴ σιωπὴ καὶ τὸν «ἅλατι ἠρτυμένον λόγον» (Κολ. 4,6).
Ὁ ὅσιος, ὅμως, Ἐφραὶμ στὴν περίφημη προσευχή του δὲν ζητάει μόνον τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μεγάλα πάθη ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ δῶρο τεσσάρων μεγάλων ἀρετῶν: «Πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης». Τέσσερις ἐκπληκτικὲς ἀρετές!
Ἡ Σωφροσύνη
Πρώτη ἀρετή, ἡ σωφροσύνη. Σωφροσύνη βγαίνει ἀπὸ τὶς λέξεις σῶος καὶ φρὴν-φρενός, καὶ σημαίνει ἔχω σώας τὰς φρένας, ἀκέραιο τὸν νοῦ μου. Σωφροσύνη μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου σημαίνει ἐγκράτεια, ἁγνότητα, καθαρότητα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Μὲ τὴν εὐρύτερη ὅμως ἔννοια σωφροσύνη σημαίνει γενικευμένη ἀκεραιότητα. Τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς στὸ μυαλό του τὴν ἀρρώστια τῶν μειονεκτικῶν λογισμῶν, τῶν νοσηρῶν σκέψεων.
Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας του. Νομίζει ὅτι ὅλοι τὸν κυνηγοῦν, ὅτι ὅλοι τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα, ὅτι ὅλοι ἔχουν παράπονα. Καὶ δὲν ἔχει κανένας. Δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του. Δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας, λένε. Τὰ ἔχασε. Εἶναι διαταραγμένη ἡ ἰσορροπία τῆς σκέψης του. Σωφροσύνη, λοιπόν, σημαίνει καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα. νὰ εἶναι κανεὶς ἰσορροπημένος πνευματικά, νὰ μπορεῖ ὁ λογισμός του νὰ λειτουργεῖ μὲ σαφήνεια, χωρὶς ἀρρώστιες ψυχολογικοῦ τύπου, μειονεξία ἢ καχυποψία ἢ κυκλοθυμία κ.ο.κ.
Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ μολύνει αὐτὴν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Εὔκολα τὸ μάτι μας ἀρχίζει νὰ κλέβεται ἀπὸ ψευτοέρωτες -«ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν»- καὶ τὸ σῶμα μας νὰ ἑλκύεται ἀπὸ λάθος ἱκανοποιήσεις καὶ κάνουμε τὶς ὀλέθριες ὑποχωρήσεις, ποὺ τὶς σκεπάζει μετὰ ὁ συμβιβασμὸς μίας δύσκολης ἐποχῆς, ἡ ὁποία ὅλα ξέρει νὰ τὰ δικαιολογεῖ. Χριστιανὸς ὅμως σημαίνει πεντακάθαρη κατάσταση. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τοὺς Ἱερεῖς, καὶ γιατί ὄχι γιὰ κάθε χριστιανό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρότερος ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὄχι τὸ μυαλὸ συνέχεια στὸ πονηρό, στὸ σαρκικό, στὸ ρυπαρό, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεση σὲ ὅ,τι εἶναι καθαρό, διότι μόνον ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἐγγυᾶται τὴ θέα τοῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί, τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ ποὺ προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ σωφροσύνη, αὐτὴ ἡ ἀκεραιότητα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν εἶναι σὰν ραγισμένο βάζο, οὔτε σὰν λεκιασμένο σεντόνι, ἀλλὰ σὰν σῶμα χωρὶς οὐλή, σὰν κρύσταλλο χωρὶς σημάδι, σὰν κάτι ποὺ δὲν ἔχει ποτὲ συγκολληθεῖ, ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀρχική του ἀκεραιότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή.
Ἡ ταπεινοφροσύνη
Δεύτερη ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τί ὡραία, τί μεγάλη ἀρετή! Ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ ἐκεῖ ἔλεγε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Ἐπίσης, ὁ πρῶτος μακαρισμὸς ἀφιερώνεται στοὺς ταπεινούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3). Πτωχὸς τῷ πνεύματι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σὲ καμία ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό του. Λέγουν κάποιοι -χωρὶς κατ᾿ ἀνάγκην αὐτὸ νὰ εἶναι σωστὸ - ὅτι ἡ λέξη ταπεινὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν τάπητα, τὸ χαλί. Ταπεινὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται νὰ τὸν πατᾶς χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται. Καὶ καμιὰ φορὰ εἶναι μερικὰ χαλιὰ ποὺ τὰ πατᾶς καὶ ζωντανεύουν πιὸ πολύ. Ἔτσι εἶναι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ὁ ταπεινὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Θεοτόκου· παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποδέχεται τὴ μεταμορφωτικὴ χάρι Τοῦ μέσα στὴν ψυχή του.
Ἡ ὑπομονή
Ἂς πλησιάσουμε τὴν τρίτη ἀρετή. «Πνεῦμα ὑπομονῆς». «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19), λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἄλλη μία ἀρετὴ ποὺ τόσο χρειάζεται, ἀλλὰ τόσο τὴν ἀγνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Στὶς μέρες μας δὲν κάνουμε ὑπομονή.
Θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει ἐδῶ καὶ τώρα. Καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας· ὄχι ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς.
Ἄλλοτε πάλι παίρνουμε μία ἀπόφαση καὶ θέλουμε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ καταφέρουμε τὸν στόχο μας. Χρειάζεται ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ὑπομείνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν περιμένουμε, νὰ ἔλθει καὶ ἐκείνου ἡ ὥρα.
Τρίτη περίπτωση, ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ διπλανοῦ μας. Ἔχουμε τὸ παιδί μας. Παίρνει ἕναν ἄλλο δρόμο, κάνει ἄλλες ἐπιλογὲς στὴ ζωή του ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐμεῖς θὰ θέλαμε. Τρέμει τὸ φυλλοκάρδι μας. Τὸ καλοῦμε, τοῦ κάνουμε μία ἐπίθεση ἐλέγχου, δίνουμε καὶ μερικὲς συμβουλὲς καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διορθωθεῖ. Μὰ δὲ γίνεται ἔτσι. Ἐμεῖς τόσο εὔκολα διορθωνόμαστε; Ἐδῶ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ γιὰ τὸ παιδί μας. Νὰ τὸ περιμένουμε. Γι᾿ αὐτὸ λέγει «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῶν ψυχῶν σας. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ πιάσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ τὴν κυβερνήσεις, θὰ κρατήσεις τὸ τιμόνι της. Ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονή μας, περιμένοντας τὸν Θεό, δίνοντας χρόνο στὸν ἑαυτό μας, ἀναγνωρίζοντας στὰ παιδιά μας καὶ στοὺς συνανθρώπους μας τὸ δικαίωμα τοῦ χρόνου τους, θὰ κερδίσουμε καὶ τὶς δικές τους ψυχές, θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὶς δικές μας. Θὰ τὶς κατακτήσουμε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀγάπῃ.
Ἡ ἀγάπη
Τέλος, ζητοῦμε «πνεῦμα ἀγάπης». Στὴν Κλίμακα τῶν ἀρετῶν, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἐμφανίζεται ἡ διάκριση ὡς «ἡ μείζων τῶν ἀρετῶν». Στὸ τέλος ὑπάρχει ἕνα κεφάλαιο γιὰ τρεῖς ἀρετές: τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. «τὰ τρία ταῦτα», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. 13,13). Ἀγάπη γενική: καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἀγαπῶ ἕναν, δυό, πέντε, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους μου καὶ δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους. Ἀγάπη ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὅλη τὴν κτίση. Ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπᾶ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους, ἀγαπᾶ τοὺς εὐεργέτες καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦν, ὅπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». Ἀγάπη μεριζομένη καὶ μὴ καθολικὴ δὲν εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη δὲν διαιρεῖ οὔτε ξεχωρίζει τοὺς ἀποδέκτες της, ἀλλὰ κομματιάζει τὴν πηγή της. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ κομματιαζόμαστε, γιατὶ ὁ διπλανὸς εἶναι ὁ ἀδελφός, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶμε στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ στὸν Θεό. Τὸν ἀδελφὸ ἔβαλε ὁ Θεὸς δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ πόρτα τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Τί φοβερὴ ἀρετή! Ἀλλὰ τί δύσκολη ποὺ μᾶς φαίνεται! Πόσο ὅμως διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ κοινωνία μας, ἂν μπορούσαμε νὰ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, τὴν πληρότητα, τὴ θυσιαστικότητα τῆς ἀγάπης, τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης! Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους ὄχι σὰν τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον, εἶναι κομμάτι μας, εἶναι ὁ καλύτερος ἐαυτός μας, εἶναι παιδὶ καὶ ἀδελφός του Χριστοῦ, εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς· εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, εἶναι ἡ εὐκαιρία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό μας.
Νά, λοιπόν, τί ζητοῦμε. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεὸς ἀπὸ «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας» καὶ νὰ φυτέψει στὴν καρδιὰ μας «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης».
Τὰ «ἐμὰ πταίσματα» καὶ ἡ κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ
Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσ᾿ μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ἀκόμα κι ἂν ζοῦσες ἑκατὸ χρόνια καὶ κάθε μέρα ἔριχνες δάκρυα ὅσο εἶναι τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ξεπλύνεις τὰ πραγματικά σου ἐλαττώματα, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ διακρίνεις. Ἂς ἔχει καθένας μας τὴν αἴσθηση μίας στοιχειώδους αὐτογνωσίας, πῶς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες συνεχῶς διαπράττουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτογνωσία. «Δώρησαί μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». Νὰ ἀντικρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.
Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς πιὸ γλυκοὺς καὶ ἀγαπημένους πρόσφατους ἁγίους, ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Νέος της Καλύμνου. Ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 1948. Πέρασε καὶ ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του στὴν Ἀθήνα. Τὸν τιμᾶ ἰδιαίτερα ἡ Κάλυμνος. Σύγχρονος ἅγιος! Λίγο μετὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Ἕνας γλυκύτατος ἄνθρωπος. Ἕνας ἐπιεικέστατος ἅγιος. Παραμυθητικός, φιλάνθρωπος, γεμάτος συμπάθεια καὶ κατανόηση, ἐπιείκεια καὶ συγχωρητικότητα. Συνέρρεε ὁ κόσμος γιὰ ἐξομολόγηση. Ὅλα τὰ συγχωροῦσε. Γιὰ δύο ὅμως ἁμαρτίες ἦταν ἀδυσώπητος. Ἡ μία ἡ βλασφημία, καὶ τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ δεύτερη ἡ κατάκριση. Κατέκρινες τὸν ἀδελφό σου καὶ τοῦ τὸ ἔλεγες; Αὐστηρὸ κανόνα ἔβαζε. Ἀκοινωνησία! Νηστεύεις; Ρωτοῦσε. Μὰ ἐσὺ καταβροχθίζεις τὶς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὁ ἅγιος αὐτός, αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὸ πάθος τῆς κατάκρισης. Μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ροκανίζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ ἕνας νὰ φάει τὸν ἄλλον. Νὰ τὸν κουτσομπολέψει, νὰ τὸν καταδικάσει. Μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐνορία, στὰ σπίτια μας, στοὺς χώρους ἐργασίας μας. Σκληροὶ ἐπικριτές, ἀνυποχώρητοι θεατὲς ἐλαττωμάτων, ἐπίμονοι ἐρευνητὲς σφαλμάτων. Δυστυχῶς, ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἶναι καὶ παλιὰ καὶ βαθειὰ καὶ διαδεδομένη.
Θὰ κάνω μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς, μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἂν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα χαρακτηριστικά.
Ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ ἑστιάζει μέσα μας
Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀποφεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μίσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς καταστάσεις. Ποιὸς ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἀνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδόμυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας: «Νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, ἐπανεισι εἰς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνονται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθειά της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὔκ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφό· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέφεται.
Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ ὁ νοῦς, τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προσευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμαζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπεινοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.
Οἱ ἀρετὲς ὡς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ
Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ὁ προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ μᾶς αὐτὲς οἱ ἀρετές, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποῦ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατάθεσή τους: «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α´ Κορ. 4,7).
Τὸ «πνεῦμα» ὡς φρόνημα
Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας», δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχταρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες, ὥστε πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.
Δοῦλος καὶ ἀδελφός
Καὶ τὸ τέταρτο εἶναι πολὺ ὡραῖο. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς». Δὲν θὰ τὸ σχολιάσουμε αὐτό. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῶ δούλῳ. Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτὸ μας καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατὶ εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθανθεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἔτσι ἂν ξεκινήσουμε τὴν πορεία μας τὴν πνευματική, μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἂν τὴν ἀναβαπτίσουμε, θὰ μπορέσουμε, νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν. Τότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει αὐτὲς οἱ ἀρετὲς νὰ διακρίνουν καὶ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας σὲ κάποιο βαθμό, ἀλλὰ κυρίως θὰ δώσει νὰ ἀνθίσουν στὸ ἔδαφος τῶν πνευματικῶν κοινοτήτων μας, τῆς ἴδιας μας τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ζούσαμε ὡς Ἐκκλησία αὐτὴν τὴ καθαρότητα, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μιλᾶμε γιὰ κάθαρση. Ὅταν στὴν Ἐκκλησία μας κυριαρχεῖ ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη , ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη, τότε τί θέση ἔχει ἡ λεγόμενη κάθαρση; Τότε δὲν θὰ ἤμασταν Ἐκκλησία ποὺ τῆς ἀπαιτοῦν κάθαρση , ἀλλὰ θὰ ἤμασταν κοινωνία ποὺ θὰ χόρταινε ἀπὸ γνήσια μαρτυρία.
Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε, ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε. Μία προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας.
Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Νὰ δώσει λοιπὸν ὁ Θεὸς πλούσια τὴν εὐλογία Του καὶ κατὰ τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Τεσσαρακοστῆς, καὶ ὅλους νὰ μᾶς ἀξιώσει πανέτοιμοι, ἢ μᾶλλον ὅσο τὸ δυνατὸν ἕτοιμοι, νὰ μποῦμε μέσα στὸ κανάλι αὐτὸ τὸ εὐλογημένο , σὲ αὐτὸν τὸν μετασχηματιστὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γιὰ νὰ φθάσουμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι ἐνώπιόν του Θεοῦ ὡς δοῦλοι καὶ μεταξὺ μας ὡς ἀδελφοί,γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας ξεχωριστὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε Ἀναστάντα. Ἀμήν.
πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἀπὸ τὸ καθ᾿ ἡμέραν στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐκδ. Ἐν πλῷ, 2008 (Αποσπάσματα)
St. Paisios The Athonite
Elder Paisios was asked the following regarding demons (called "tagalakia" by some Greeks) and the power of the Cross:
- Elder, my thoughts tell me that the devil, especially nowadays, has a lot of power.
- The devil has evil and hatred, not power. The love of God is all-powerful. Satan tries to appear all-powerful, but he does not succeed. He seems strong, but he is completely weak. Many of his destructive plans are spoiled before they even begin to be manifested. Would a very good father allow some punks to hit his children?
- Elder, I'm afraid of tagalakia(Demons).
- What is there to fear? Tagalakia have no power. Christ is all-powerful. Temptation is rotten to the core. Don't you wear a Cross? The devil's weapons are weak. Christ has armed us with His Cross. Only when we discard our spiritual weapons, then the enemy has power. An Orthodox priest showed a small Cross to a magician, which made the demon he invoked through his magic tremble.
- Why is he so afraid of the Cross?
- Because when Christ accepted the beatings, the slaps and the blows, the kingdom and power of the devil was crushed. By which way did Christ conquer? "With the rod the rule of the devil was crushed," says a Saint. That is, with the last blow of the rod to His head, then the power of the devil was crushed. Patience is the spiritual defense and humility is the greatest weapon against the devil. The greatest balm of Christ's sacrifice on the Cross is that the devil was crushed. After the Crucifixion of Christ he is like a snake with its poison removed or a dog with its teeth removed. The poison of the devil has been removed, the teeth of the dogs, the demons, have been removed, and now that they are disarmed we are armed with the Cross. The demons can do nothing, nothing, to those who have been formed by God when we do not give them the right. They only cause a commotion because they have no power.
One time I was in the Cell of the Honorable Cross, and I had a very beautiful vigil. During the night many demons had collected on the ceiling. At first they were beating heavy and making noise, as if they were dragging large tree trunks. I made the sign of the Cross towards the ceiling and chanted: "We venerate Your Cross Master...." When I finished, the dragging of the logs continued. "Now," I said, "we will form two choirs. In one you will do the dragging above and I will do the other below." When I began, they stopped. First I chanted "We venerate Your Cross...", then "Lord, Your Cross you gave to us as a weapon against the devil...." I had the most pleasant night chanting and, when I stopped for a bit, they continued the entertainment! Every time they present a different work.
- When you chanted the first time, they didn't leave?
- No. Once I was done, they began. Yes, both choirs had to complete the vigil! It was a beautiful vigil! I chanted with longing! I had good days!
- Elder, what does the devil look like?
- You know how "beautiful" he is? Something else! If only you could see him! And how the love of God does not allow people to see the devil! O, the majority would die from their fear! Imagine if they saw him act, if they saw the "sweetness" of his form! Again, some would be greatly entertained. You know what kind of entertainment? How do they call it? Cinema? For anyone to see such work, they would have to pay a lot of money, but even then they would not be able to see him.
- Does he have a horn, a tail?
- Yes, all the accessories.
- Elder, did the demons become so ugly when they fell and the angels became demons?
- Well, of course! Even now it's as if lightning struck them. If lightning strikes a tree, will not the tree immediately become a black stump? They are the same way, as if they've been struck by lighting. At one time I told the tagalakia: "Come so I can see you, that I may not fall into your hands. Now that I am looking at you, your appearance shows how evil you are. If I fall into your hands, what evil I will suffer!"
St. Paisios
Ἔγινε μόδα καί σάν τέτοια γνωρίζει διαρκῶς ἄκρατη καί ἄκριτη υἱοθέτηση. Ἄσχετα ἄν κάποτε ἀποτελοῦσε «προνόμιο» περιθωριακῶν ἀτόμων, ναυτικῶν ἤ καταδίκων στήν πλειονότητά τους.
Ἀπό τή στιγμή πού τό πρωτοϋιοθέτησαν ἀστέρες τῆς ρόκ καί πιό συγκεκριμένα τῆς πάνκ μουσικῆς καί πρόσωπα τῆς ἕβδομης τέχνης, πέρασε στίς προτιμήσεις τῶν εὐρύτερων μαζῶν καί μάλιστα τῶν νέων. Κάποιοι τό προσεγγίζουν περισσότερο σάν τέχνη, σάν κόσμημα. Μιά ἀνεξίτηλη δημιουργία πάνω στό ἴδιο τους τό σῶμα.
Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει. Στήν πολυνησιακή διάλεκτο ἡ λέξη «Τά» σημαίνει σχέδιο, καί «ατουάζ» δηλώνει αὐτόν πού δίνει πνοή στά πλάσματα τῆς γῆς! Πιό ἁπλά τατουάζ σημαίνει «τό σχέδιο πού σοῦ δίνει τήν προστασία τῶν θεῶν». Παράλληλα ἔχει τίς ἔννοιες «ἀνεξίτηλο σημάδι», «σχέδιο στό δέρμα», «μαρκάρω κάτι», «κεντῶ πάνω στό δέρμα».
Ἡ ἁλματώδης διάδοσή του σήμερα, μάλιστα μεταξύ τῶν νέων ἀνθρώπων, μᾶς ὤθησε νά δημοσιοποιήσουμε ἕνα βαθύτερο προβληματισμό. Ἴσως κάποιοι νά τόν θεωρήσουν ἀκραῖο. Ὑπερβολικό. Γιατί ὅμως νά μήν ἰσχύει, τή στιγμή μάλιστα πού ἀρχικά καί σέ ἀρκετούς λαούς συμβολίζει τήν προστασία τῶν θεῶν;
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τόν λόγο δέν θά σχολιάσουμε τίς ἐπιπτώσεις τοῦ ἀνεξίτηλου. Τό γεγονός δηλαδή ὅτι, ἄν κάποιος τό μετανιώσει, πολύ δύσκολα καί σίγουρα πολυέξοδα ἐπανέρχεται στήν προηγούμενη κατάσταση, πρίν τό «χτυπήσει».
Οὔτε θά ἀναμηρυκάσουμε προβληματισμούς τοῦ στύλ: Πῶς θά φαίνεται ἀλήθεια αὐτό, ὅταν περάσουν τά χρόνια; ὅταν τό κορμί γεράσει; Τί θά λέμε στό παιδί μας μεθαύριο πού θά μᾶς ρωτάει γι’ αὐτό ἤ θά τό χρησιμοποιεῖ ὑπέρ τῶν δικῶν του διεκδικήσεων;
Δέν θά ὑπεισέλθουμε στήν ἀπορία πολλῶν γιά τό ἄν καί κατά πόσον εἶναι ἐπώδυνη ἡ διαδικασία ἀπόκτησής του ἤ ἐπικίνδυνη γιά τήν σωματική ὑγεία.
Θά ἀποφύγουμε ἐπίσης τήν αἰσθητική κριτική τῶν περισσοτέρων ἐξ αὐτῶν, μέ ἀποτρόπαιες καί ἀποκρουστικές παραστάσεις τρομακτικῶν προσώπων, δαιμόνων καί φρικιαστικῶν σκηνῶν.Πολύ περισσότερο, δέν θά προσεγγίσουμε τό θέμα θεολογικά γιά τό ἄν καί κατά πόσο εἶναι ἐπιτρεπτό νά στιγματίζουμε μέ ἀνεξίτηλο τρόπο τό σῶμα μας, πού εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἕναν ἄλλο προβληματισμό θέλουμε νά θέσουμε. Κάτι πού βαθύτερα πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσει καί νά μᾶς ὑποψιάσει. Τό γεγονός δηλαδή ὅτι τό tatoο παραμένει ἐφ’ ὅρου ζωῆς ἀνεξίτηλα χαραγμένο στό σῶμα μας, μήπως φανερώνει τόν ἐθισμό καί τήν ἐξοικείωσή μας μέ κάτι τό ὁποῖο μπαίνει σάν χάραγμα πάνω μας; Μήπως δηλαδή, πιό ἁπλά, μέσα ἀπό αὐτή τή σύγχρονη μόδα ἤ ἰδεολογία, οἱ πάντες, μικροί καί μεγάλοι, φέροντες ἤ μή φέροντες tatoo, ἐξοικειώνονται μέ τήν ἰδέα, τήν αἰσθητική καί τήν πραγματικότητα, ὅτι φέρουμε διαρκῶς κάτι ἀνεξίτηλο πάνω μας, πού λίγο ἕως πολύ χαρακτηρίζει τό γοῦστο μας, ἐμᾶς τούς ἴδιους τελικά;
Κι ὅπως πολύ εὔκολα σήμερα οἱ πάντες ἀποδέχονται καί καλοδέχονται τή νέα μόδα τοῦ tattoo, ἔτσι εὔκολα καί προϊδεασμένα ἀπό αὐτό δέν θά ἀποδεχθοῦν καί τό ἐπερχόμενο καί ἐπιβαλλόμενο χάραγμα τοῦ Ἀντιχρίστου;.
Γιατί, ἄν κάποτε τό tattoo ἀφοροῦσε στήν αἰσθητική καί τήν προτίμηση περιθωριακῶν ἀτόμων, ὅμως τώρα, –ὅσο ἀκραία συνωμοσιολογική καί ἀπίθανη κι ἄν ἀκούγεται μιά τέτοια ἀποψη– τείνει νά γίνει μιά ἀποδεκτή πραγματικότητα ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους. Ἴσως τελικά νά μήν εἶναι τόσο ἁπλά τά πράγματα. Οὔτε μόνο θέμα μόδας ἤ μοντέρνας αἰσθητικῆς. Ἴσως νά εἶναι ὁ πρόδρομος μιᾶς νέας ἐποχῆς. Αὐτῆς τοῦ Ἀντιχρίστου, τό χάραγμα τοῦ ὁποίου μᾶς προετοιμάζουν μέ πολλούς τρόπους νά τό δεχθοῦμε χωρίς ἀντίδραση. Γιατί ἀλήθεια νά μήν ἰσχύει κάτι τέτοιο;
Ιδού και το ΤΣΙΠΑΚΙ - ΤΑΤΟΥΑΖ, για όσους πουν ότι είμαστε «υπερβολικοί» και «συνωμοσιολόγοι»!!!
http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/11/blog-post_21.html
http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2013/11/blog-post_4274.html
Οι νέοι μπροστά στους δύο δρόμους της ζωής. Και ή έγγαμη και ή άγαμη ζωή είναι ευλογημένες.
Γέροντα, τι πρέπει να απάντηση κανείς σε νέα παιδιά που ρωτούν αν ή μοναχική ζωή είναι ανώτερη από την έγγαμη;
Κατ' αρχάς πρέπει να τους δώσει να καταλάβουν ποιος είναι ό προορισμός του ανθρώπου και ποιο είναι το νόημα της ζωής. Ύστερα να τους εξήγηση ότι και οι δύο δρόμοι που έχει χαράξει ή Εκκλησία μας είναι ευλογημένοι, γιατί και οι δύο μπορούν να τους οδηγήσουν στον Παράδεισο, αν ζήσουν κατά Θεόν.
Ας υποθέσουμε ότι δύο άνθρωποι ξεκινούν να πάνε σε ένα Προσκύνημα. Ό ένας πηγαίνει με το λεωφορείο από τον δημόσιο δρόμο και ό άλλος πηγαίνει με τα πόδια από κάποιο μονοπάτι. Και οι δύο όμως έχουν τον ίδιο σκοπό. Ό Θεός και το ένα το χαίρεται και το άλλο το θαυμάζει. Κακό είναι, όταν αυτός που πάει από το μονοπάτι κατακρίνει μέσα του τον άλλον, που πάει από τον δημόσιο δρόμο, ή και το αντίστροφο... (σ.19)
Ή ανησυχία των νέων για την αποκατάσταση τους.
Γέροντα, ή ανησυχία ενός νέου για την αποκατάσταση του οφείλεται σε απιστία;
Όχι πάντοτε. Συχνά οι νέοι που ενδιαφέρονται πώς να τακτοποιηθούν καλύτερα, αλλά και να βρίσκονται κοντά στον Θεό, ανησυχούν για την αποκατάστασή τους. Αυτό φανερώνει υγεία. Το να μη σκέφτεται ένας νέος και να μην ανήσυχη για την αποκατάσταση του φανερώνει αδιάφορο άνθρωπο και επόμενο είναι ο αδιάφορος να είναι ανεπρόκοπος. Μόνο χρειάζεται να προσέξουν αυτή ή ανησυχία να μην ξεπερνάει τα όρια, γιατί ο διάβολος προσπαθεί να την διαστρέψει, να την κάνη αγωνία και να κρατά τον νου τους σε διαρκή σύγχυση.
Οι νέοι πρέπει να εμπιστεύονται τον εαυτό τους στον Θεό, για να ειρηνεύουν. Γιατί ο Καλός Θεός σαν στοργικός Πατέρας ενεργεί εκεί όπου εμείς ανθρωπίνως δεν μπορούμε να ενεργήσουμε. Δεν χρειάζεται να βιάζονται και να παίρνουν ανώριμες αποφάσεις για την ζωή που θα ακολουθήσουν... Να φροντίσουν πρώτα να πάρουν το πτυχίο τους, υστέρα για την δουλειά τους - τα αγόρια να τελειώσουν και το στρατιωτικό - και στην συνέχεια, ώριμα πλέον και με την βοήθεια του Θεού, ή να κάνουν μια καλή οικογένεια, αν έχουν αποφασίσει την έγγαμη ζωή, ή να πάνε στο Μοναστήρι που θα διαλέξουν, αν έχουν αποφασίσει τον Μοναχισμό... (σ. 21-22).
Να βοηθούμε τους νέους να ακολουθήσουν την κλίση τους.
Κάθε άνθρωπος έχει την κλίση του. Ό Καλός Θεός έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο. Έχει αρχοντιά σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και αφήνει ελεύθερο τον καθέναν να ακολουθήσει τον δρόμο που τον αναπαύει. Δεν τους βάζει όλους στην ίδια γραμμή με μια στρατιωτική πειθαρχία. Γι' αυτό οι νέοι ας αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο στον πνευματικό χώρο της ελευθερίας του Θεού. Δεν βοηθιούνται, αν εξετάζουν ποια ζωή ακολούθησε ή θα ακολουθήσει ο τάδε ή, ή τάδε. Σ αυτό το θέμα δεν πρέπει να επηρεάζονται από κανέναν.
Οι γονείς πάλι, οι εκπαιδευτικοί και οι Πνευματικοί, πρέπει να βοηθούν τους νέους να διαλέγουν οποία ζωή είναι στα μέτρα τους και να ακολουθούν την πραγματική τους κλίση, χωρίς να τους επηρεάζουν ή να στραγγαλίζουν την κλίση τους. Ή απόφαση για την ζωή που θα ακολουθήσουν πρέπει να είναι δική τους. Όλοι οι άλλοι μόνον άπλες γνώμες μπορούμε να εκφράσουμε και το μόνο δικαίωμα που έχουμε είναι να βοηθούμε τις ψυχές να βρουν τον δρόμο τους...
Ειλικρινά, όποια ζωή κι αν ακολουθήσει ένας νέος που γνωρίζω, θα χαρώ και πάντα θα έχω το ίδιο ενδιαφέρον για την σωτηρία της ψυχής του, φθάνει να είναι κοντά στον Χριστό, μέσα στην Εκκλησία μας. Θα νιώθω αδελφός του, γιατί θα είναι παιδί της Μητέρας μας Εκκλησίας...
Εγώ μέχρι τώρα σε κανέναν νέο δεν είπα ούτε να παντρευτεί ούτε να γίνει καλόγερος. Αν κάποιος με ρωτήσει, του λέω: «Να κάνης αυτό που σε αναπαύει, φθάνει να είσαι κοντά στον Χριστό». Και αν μου πει ότι δεν αναπαύεται στον κόσμο, τότε του μιλάω για τον Μοναχισμό, για να τον βοηθήσω να βρει τον δρόμο του (σ. 22-24).
Η πνευματική ζωή είναι βασική προϋπόθεση για την καλή αποκατάσταση.
Γέροντα, ή τάδε, που σας είπε ότι σκέφτεται τον Μοναχισμό, μου είπε ότι ένας συμφοιτητής της την ρώτησε γιατί δεν πάει στον κινηματογράφο και δεν βγαίνει έξω με αγόρια. τι έπρεπε να του απάντηση;
Έπρεπε να του πει: «Τέτοια ερώτηση ούτε ό αδελφός μου ,μου έκανε ποτέ και μου την κάνεις εσύ;».
Μετά από λίγες μέρες την συνάντησε έξω από την Σχολή της - αυτή δεν τον είχε δει — και την έπιασε από τον ώμο. Εκείνη του είπε μόνον ένα «γεια σου» και μπήκε αμέσως μέσα.
Όχι, δεν έκανε καλά! Σ' αυτήν την περίπτωση έπρεπε να αντίδραση, γιατί, έτσι όπως φέρθηκε, μπορεί να του έδωσε την εντύπωση ότι δέχθηκε αυτήν την εκδήλωση του, οπότε εκείνος θα το ξανακάνει. Ή ηλικία στην οποία βρίσκεται τώρα είναι λίγο δύσκολη και δεν την ωφελεί να κάνη συντροφιά με αγόρια. Ούτε χρειάζεται να μιλάει μαζί τους, τάχα για να τα βοηθήσει. Και αν αποφασίσει να δημιουργήσει οικογένεια, όταν γνωρίσει ένα καλό παιδί, πρέπει να το πει στους γονείς της. Αυτοί θα εξετάσουν αν έχει τις προϋποθέσεις να κάνουν μια καλή οικογένεια. Άλλα τώρα, που δεν έχει ακόμη αποφασίσει ποια ζωή θα ακολουθήσει, δεν την βοηθάει να μιλάει με αγόρια, γιατί ζαλίζεται
χωρίς λόγο και χάνει την γαλήνη της. Όσα παιδιά ασχολούνται με τέτοια είναι τα καημένα πολύ ζαλισμένα και συνέχεια ταραγμένα δεν έχουν γαλήνη. Το πρόσωπο τους και τα μάτια τους είναι αγριεμένα.
Η έλξη του γυναικείου φύλου από το ανδρικό, και το αντίθετο, υπάρχει στην φύση του ανθρώπου. Άλλα να της πεις ότι τώρα δεν είναι καιρός γι' αυτό. Να κοιτάξει τις σπουδές της. Τα παιδιά που καλλιεργούν αυτήν την έλξη από μικρά, γυρίζουν εκεί το κουμπί πριν έρθει ή κατάλληλη ώρα, και ύστερα, όταν έρθει εκείνη ή ώρα, το κουμπί είναι ήδη γυρισμένο και δεν μπορούν να χαρούν, γιατί έζησαν αυτήν την χαρά τότε, που δεν ήταν κατάλληλος καιρός. Ενώ όσα παιδιά προσέχουν, χαίρονται περισσότερο, όταν έρθει ό κατάλληλος καιρός, και μέχρι τότε έχουν πολλή γαλήνη. Βλέπεις μερικές μητέρες που έχουν ζήσει αγνά πόσο ειρηνικές είναι, παρόλο που έχουν ένα σωρό σκοτούρες!
Εγώ πάντοτε τονίζω, ό νέος πριν από τον γάμο να προσπαθεί να ζει όσο πιο πνευματικά μπορεί, και να διατηρεί την αγνότητα του ή οποία του εξασφαλίζει την διπλή υγεία. Ή πνευματική ζωή είναι δασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε ζωή ακολουθήσει κανείς. Ό κόσμος έχει γίνει σαν ένα χωράφι με σιτάρι που αρχίζει να ξεσταχυάζει και μπαίνουν μέσα γουρούνια και το τσαλαπατούν. Και τώρα φαίνονται ανακατεμένα χόρτα, λάσπες, στάχυα, και που και που, σε καμιά άκρη, υπάρχει και κανένα στάχυ όρθιο...
Σήμερα όμως, Γέροντα, στα Πανεπιστήμια κ.λπ. υπάρχουν πολλοί πειρασμοί για έναν νέο.
Να συνδεθεί με πνευματικά παιδιά, για να βοηθιέται και να κινείται σε μια πνευματική ατμόσφαιρα. Ας μην κάνουμε τα πράγμα τα δυσκολότερα από ό,τι είναι. Γνωρίζω πολλά παιδιά που πηγαίνουν στο Πανεπιστήμιο και ζουν αγνά, με την μικρή δική τους προσπάθεια
και με την μεγάλη βοήθεια του θεού. (σ. 32—34).
Άγιος Παΐσιος
“It is not so much because of need that gold has become an object of desire among men, as because of the power it gives most people to indulge in sensual pleasure. There are three things which produce love of material wealth: self-indulgence, self-esteem and lack of faith. Lack of faith is more dangerous than the other two.
The self-indulgent person loves wealth because it enables him to live comfortably; the person full of self-esteem loves it because through it he can gain the esteem of others; the person who lacks faith loves it because, fearful of starvation, old age, disease, or exile, he can save it and hoard it. He puts his trust in wealth rather than in God, the Creator who provides for all creation, down to the least of living things.
There are four kinds of men who hoard wealth: the three already mentioned and the treasurer or bursar. Clearly, it is only the last who conserves it for a good purpose–namely, so as always to have the means of supplying each person’s basic needs.”
St. Maximos the Confessor
Φωτιά είναι η προσευχή και ιδιαιτέρως όταν αναπέμπεται από νηφάλια και φλογισμένη ψυχή. Αλλά η φωτιά αυτή για ν' αγγίξη τις ουράνιες αψίδες χρειάζεται λάδι και λάδι της φωτιάς αυτής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελεημοσύνη.
Χύνε λοιπόν το λάδι άφθονο, για να αισθάνεσαι χαρά για το κατόρθωμά σου και να κάνης τις προσευχές σου με περισσότερο θάρρος και μεγαλύτερη προθυμία .
Διότι, όπως δεν μπορούν να προσευχηθούν με θάρρος εκείνοι που δεν έκαναν κανένα καλό, έτσι και αυτοί που κατόρθωσαν κάτι και έρχονται ύστερα από την δίκαιη πράξι να προσευχηθούν, κάνουν την προσευχή τους με μεγαλύτερη προθυμία, γεμάτοι χαρά από την ανάμνησι του κατορθώματος.
Για να γίνη λοιπόν και σ' αυτό πιο δυνατή η προσευχή μας, επαγρυπνώντας ο νους μας στις προσευχές από την ανάμνησι των κατορθωμάτων, ας ερχώμαστε στις προσευχές με την ελεημοσύνη και ας θυμώμαστε με ακρίβεια όλα αυτά που λέχθηκαν.
Και πάνω από όλα τα άλλα, σας παρακαλώ, να διατηρήτε συνέχεια στο νου σας εκείνη την εικόνα που είπα, ότι δηλαδή οι φτωχοί στέκονται μπροστά στις πόρτες των ναών αναπληρώνοντας εκείνη την ανάγκη της ψυχής, την οποία αναπληρώνει η βρύσι στο σώμα.
Αν λοιπόν θυμώμαστε συνέχεια αυτό, καθαρίζοντας συνεχώς τη σκέψι μας, θα μπορέσουμε να αναπέμπουμε καθαρές τις προσευχές μας και να αποσπάσουμε μεγάλη παρρησία από το Θεό , ώστε να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρι και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ...
Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου
H ψυχή σου εξομοιώνεται με όσα κάνεις, παίρνει τη μορφή και το σχήμα των πράξεών σου. Η εμφάνισή σου, το ντύσιμο, το βάδισμα και ο τρόπος που κάθεσαι, όπως και το φαγητό σου, το κρεβάτι, το σπίτι και τα έπιπλα του σπιτιού, όλα να είναι απλά. Και τα λόγια και το τραγούδι και η παρέα με το φίλο, κι αυτά να τείνουν στο μέτρο κι όχι στην υπερβολή. Μην κάνεις επίδειξη με περίτεχνα λόγια, ούτε με κορώνες στο τραγούδι, μην κάνεις διαλέξεις αλαζονικές και βαρυσήμαντες, μα απ’ όλα να αφαιρείς την υπερβολή. Να είσαι καλός με το φίλο, μαλακός με τον υφιστάμενο, ανεξίκακος με τους θρασείς, φιλάνθρωπος με τους περιφρονημένους. Να παρηγορείς όσους ταλαιπωρούνται, να επισκέπτεσαι όσους υποφέρουν, να συζητάς με γλυκύτητα, να απαντάς με χαμόγελο, να είσαι προσιτός σε όλους. Ούτε να πλέκεις εγκώμια του εαυτού σου, ούτε να παρακινείς τους άλλους να σου πλέκουν, και να μη συμφωνείς με λόγο υπερήφανο, καλύπτοντας όσο μπορείς τα προτερήματά σου.
Όσο για τα λάθη σου, πρώτος εσύ να κατηγορείς τον εαυτό σου, και να μην περιμένεις να σε διορθώσουν οι άλλοι […] Με των άλλων τα λάθη να μην είσαι αυστηρός και να μην κάνεις παρατηρήσεις γρήγορα και θυμωμένα, ούτε να τους καταδικάζεις για μικροπράγματα, σαν να είσαι εσύ απόλυτα σωστός. Αντίθετα, να στηρίζεις ψυχολογικά όσους έσφαλαν και να τους καθοδηγείς πνευματικά. Και να κάνεις τόση προσπάθεια για να αποφύγεις τη δόξα των ανθρώπων όση κάνουν άλλοι για να την αποκτήσουν. Μη ζημιώνεσαι λοιπόν θέλοντας να φαίνεσαι στους ανθρώπους. Ο πραγματικός, ο μεγάλος θεατής είναι ο Θεός. Στρέψε σ’ Αυτόν τη φιλοδοξία σου. Δίνει λαμπρό μισθό. Ή μήπως απέκτησες κάποιο αξίωμα, και οι άνθρωποι σε ακολουθούν και σε χειροκροτούν; Να γίνεις ίσος με αυτούς που διοικείς, γιατί, όπως λέει η Καινή Διαθήκη, «μην καταδυναστεύετε αυτούς που ποιμαίνετε», και μην τους εξουσιάζετε, όπως κάνουν οι ηγέτες στον κόσμο. Γιατί όποιος θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων, έτσι όρισε ο Κύριος. Και γενικά, να κυνηγάς την ταπεινοφροσύνη σαν να ήσουν ερωτευμένος μαζί της. «Αγάπησέ την και θα σε δοξάσει». Έτσι θα βρεις το δρόμο για την αληθινή δόξα, τη δόξα που δίνει ο Θεός. Κι ο Χριστός θα σε παρουσιάσει, για μαθητή Του, στους αγγέλους και θα σου δώσει δόξα, αν μιμηθείς την ταπεινοφροσύνη Του, Εκείνου που λέει: «Διδαχθείτε από το δικό μου παράδειγμα γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και οι ψυχές σας θα βρουν ξεκούραση».
Μέγας Βασίλειος
Από το βιβλίο «Μικρή φιλοκαλία της καρδιάς»
1. Άγιος Κυπριανός και Αγίας Ιουστίνη.
Ο Κυπριανός ήταν φημισμένος φιλόσοφος, μεγάλος μάγος και ζούσε στην Αντιόχεια. Εκεί τον πλησίασε ένας νεαρός και του εκμυστηρεύθηκε τον έρωτά του για την παρθένα Ιουστίνη. Ζήτησε να κάνει μάγια ο Κυπριανός στην Ιουστίνη, για να δεχθεί τον έρωτά του. Όμως η παρθένος Ιουστίνη
νίκησε τα πονηρά πνεύματα του μάγου Κυπριανού. Βλέποντας αυτά ο Κυπριανός και αφού πίεσε τον δαίμονα του ομολόγησε ότι η πίστη της Ιούστας στον Χριστό τους κάνει να μην μπορούν να την πειράξουν.
Έτσι ο μάγος Κυπριανός μετανόησε, έκαψε τα μαγικά του βιβλία και κατέστρεψε τα είδωλα, βαφτίστηκε Χριστιανός και αργότερα έγινε επίσκοπος της Αντιοχείας. Μαζί με την Ιουστίνη κήρυξαν τον Χριστιανισμό. Επί της αυτοκρατορίας Διοκλητιανού συλλήφθηκαν, βασανίστηκαν και στο τέλος δέχτηκαν δια του ξίφος θάνατον. Ο Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη θεωρούνται προστάτες άγιοι κατά της μαγείας και ο λαός μας τους επικαλείται συχνά (εορτάζουν 2 Οκτωβρίου).
2. Αβέρκιος ο Ισαπόστολος.
Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Ρώμης από δαιμόνια που την ταλαιπωρούσαν (εορτάζει 22 Οκτωβρίου).
3. Μέγας Αντώνιος.
Για τους πειρασμούς (εορτάζει 17 Ιανουαρίου).
4. Αθανάσιος ο από μάγων μάρτυρας. (εορτάζει 23 Απριλίου).
5. Αθανάσιος ο Τραπεζούντιος.
Ο δαιμονοκαταλύτης από την Τραπεζούντα, μοναχός και ηγούμενος στη μονή του Αγίου Φωκά. Φημιζόταν για την ικανότητά του να
θεραπεύει δαιμονισμένους, μεταξύ των οποίων και την κόρη του αυτοκράτορα Θεόφιλου, τον 9ο αιώνα. Η μονή του, στην οποία τάφηκε, αφιερώθηκε αργότερα στο όνομά του.
6. Άγιος Γεράσιμος ο Νέος από την Κεφαλληνία.
Για τους δαιμονισμένους και τους ψυχοπαθείς. Ο πολιούχος της Κεφαλλονιάς γεννήθηκε το1509 στα Τρίκαλα. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις στην Κωνσταντινούπολη, το Άγιο Όρος, τα Ιεροσόλυμα, το Σινά, την Αίγυπτο, την Κρήτη και την Ζάκυνθο (όπου έζησε έξι χρόνια σε μια σπηλιά), κατέληξε στην Κεφαλλονιά όπου ίδρυσε το γυναικείο μοναστήρι Νέα Ιερουσαλήμ και ασκήτεψε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Δεκαπενταύγουστο του 1579.
Στο μοναστήρι σώζεται και το σκήνωμά του. Ο Άγιος θεωρείται θεραπευτής πολλών παθήσεως, αλλά κυρίως των ψυχικών.
Για την ακρίβεια είναι εκείνος που γιατρεύει τους δαιμονισμένους, όρος στον οποίο μπορούμε να δώσουμε μια ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνοντας διάφορες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Οι θεραπείες αυτές συχνά γίνονται με πέρασμα του ιερού σκηνώματος πάνω από τους ξαπλωμένους καταγής ασθενείς, τις ημέρες που εορτάζει ο Άγιος (εορτάζει 16 Αυγούστου και 20 Οκτωβρίου).
7. Άγιος Δομετιανός.
Έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου. Ο Θεός του έδωσε τη δύναμη να θεραπεύει ασθενείς, να θαυματουργεί και να διώχνει δαιμόνια
(Υπάρχουν τρεις Άγιοι, εορτάζει στις 9 Μαρτίου).
8. Άγιος Θεόκλητος ο Μάρτυρας.
Πριν βαπτισθεί «Θεόκλητος» ονομαζόταν Λαμπάδιος και ήταν φημισμένος μάγος. Εκτελέσθηκε με ξίφος ύστερα από πολλά
βασανιστήρια στη Ρώμη την εποχή του Νέρωνα (εορτάζει 26 Φεβρουαρίου).
9. Όσιος Θωμάς.
Λέγεται πως ο Όσιος έδιωξε πονηρά δαιμόνια από ανθρώπους (εορτάζει 7 Ιουλίου).
10. Ιάκωβος ο Απόστολος, ο Αλφαίος.
Με τη Χάρη του Θεού θεράπευε και έδιωχνε τα ακάθαρτα πνεύματα. Οι εθνικοί τον αποκαλούσαν «Θείο σπέρμα».
Ο Ιάκωβος σταυρώθηκε (εορτάζει 9 Οκτωβρίου).
11. Καλλίνικος ο μάγος Μάρτυρας. (εορτάζει 24 Μαΐου).
12. Αγία Μαρίνα.
Η Μαρίνα παρουσιάζεται σε πολλές εικόνες ως δρακοκτόνος αγία. Σε άλλες παρουσιάζεται να κρατά ένα δαίμονα από τα κέρατα και να τον χτυπά με ένα σφυρί (εορτάζει 17 Ιουλίου).
13. Μαρύθας ή Μαρούθας ο Όσιος.
Έδιωξε τα δαιμόνια από την κόρη του βασιλιά των Περσών. Ώς ανταμοιβή πήρε την άδεια από τον βασιλιά, και χρήματα, και έκτισε σε Περσικό έδαφος τη Μαρτυρούπολη. Σε αυτήν μάζεψε όλα τα ιερά λείψανα που βρίσκονταν στην Περσία.
14. Προκόπιος ο Αιλιανός ο εν Σκυθοπόλη ο Μεγαλομάρτυρας.(Αιλία =Ιερουσαλήμ).
Εργαζόταν ως αναγνώστης, διερμηνέας της συριακής. Εξορκιστής, έδιωχνε δαίμονες μόνο επιθέτοντας τα χέρια του στους δαιμονισμένους.
15. Προκόπιος ο Νεανίας.
Ήταν στρατιωτικός από την Αιλία (εορτάζει 25 Ιουνίου).
16. Όσιος Συμεών από την Αντιόχεια.
Ο Άγιος γεννήθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄. Κατά την παιδική του ηλικία έγινε στην Αντιόχεια μεγάλος σεισμός.
Ο μικρός Συμεών σώθηκε όμως επειδή εκείνη την ώρα βρισκόταν στον δρόμο πηγαίνοντας στο ναό του Αγίου Στεφάνου. Ο Συμεών αφιερώθηκε στην Εκκλησία και ο Θεός για την θερμή του πίστη τον αξίωσε να θαυματουργεί και να θεραπεύει δαιμονισμένους (εορτάζει 24 Αυγούστου).
17. Όσιος Τίτος ο Θαυματουργός.
Αναφέρεται ότι ο Άγιος θεράπευε και δαιμονισμένους «…παύειν νοσήματα και διώκειν πνεύματα» (εορτάζει 2 Απριλίου).
18. Άγιος Τρύφωνας.
Εκτός από τα κτήματα και τα αμπέλια, ο Άγιος εξορκίζει και διώχνει δαιμόνια και από τους ανθρώπους. Αναφέρεται ότι θεράπευσε με θαυματουργό τρόπο την κόρη του αυτοκράτορα Γορδιανού βγάζοντας από μέσα της και διώχνοντας μακριά, στις ερημιές, πολλά δαιμόνια. Και στον γνωστό «εξορκισμό των ζιζανίων»,
που αναφέρεται στον Άγιο, υπάρχει η διαταγή… να φύγουν τα κακά ζιζάνια και τα ακάθαρτα πνεύματα και να πάνε σε μέρος έρημο και χωρίς νερό (εορτάζει 1 Φεβρουαρίου).
19. Φίλιππος ο Απόστολος, ο Διάκονος.
Ο Φίλιππος (προφανώς) δεν είναι ο γνωστός μαθητής του Κυρίου από τους «Δώδεκα», αλλά ένας από τους επτά διακόνους που εξελέγησαν να διακονήσουν την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ στους πρώτους μετά την Ανάσταση χρόνους. Ο Φίλιππος ήταν πατέρας τεσσάρων κοριτσιών, που ήταν
προικισμένα με το χάρισμα της προφητείας. Ο Φίλιππος ήταν ιδιαίτερα χαρισματικός και εκτός πολλών άλλων θαυμαστών, κατόρθωσε και βάπτισε Χριστιανό τον ξακουστό
Σίμωνα τον μάγο (εορτάζει 11 Οκτωβρίου).
What saves and makes for good children is the life of the parents in the home. The parents need to devote themselves to the love of God. They need to become saints in their relation to their children through their mildness, patience and love. They need to make a new start every day, with a fresh outlook, renewed enthusiasm and love for their children. And the joy that will come to them, the holiness that will visit them, will shower grace on their children. Generally the parents are to blame for the bad behaviour of the children. And their behaviour is not improved by reprimands, disciplining, or strictness. If the parents do not pursue a life of holiness and if they don't engage in spiritual struggle, they make great mistakes and transmit the faults they have within them. If the parents do not live a holy life and do not display love towards each other, the devil torments the parents with the reactions of the children. Love, harmony and understanding between the parents are what are required for the children. This provides a great sense of security and certainty.
The behaviour of the children is directly related to the state of the parents. When the children are hurt by the bad behaviour of the parents towards each other, they lose the strength and desire to progress in their lives. Their lives are constructed shoddily and the edifice of their soul is in constant danger of collapsing. Let me give you two examples.
Two sisters came to see me. One of them had gone through some very distressing experiences and they asked me what was the cause of these. I answered them:
'It's because of your home; it stems from your parents.' And as I looked at the girl I said:
'These are things you've inherited from your mother.'
'But,' she said,' my parents are such perfect people. They're Christians, they go to confession, they receive Holy Communion and we had a religious upbringing. Unless it is religion that is to blame...'
I said to them:
'I don't believe a word of all that you're telling me. I see one tiling only, and that is that your parents don't live with the joy of Christ.'
On hearing this, the other girl said:
'Listen, Maria, the Father's quite right. Our parents go to confession and receive Holy Communion, but did we ever have any peace at home. Our father was constantly complaining about our mother. And every day either the one refused to sit at the table or the other refused to go out somewhere together. So you see what the Father is saying is true.
'What's your father's name?' I asked her,
She told me.
'What's your mother's name?'
She told me.
'Well,' I said,' the feelings you've got inside you towards your mother are not at all good.'
You see, the moment she told me her father's name I saw his soul, and the moment she told me her mother's name, I saw her mother and I saw the way her daughter looked at her.
Another day a mother came to visit me with one of her daughters. She was very distressed and broke down in tears.
'What's the matter?' I asked.
'I'm in total despair over my older daughter. She threw her husband out the house and deceived us all with a pack of lies.'
'What kind of lies?' I inquired.
'She threw her husband out the house ages ago and she didn't tell us anything. We would ask on the phone, "How's Stelios doing?', and she would reply, "Oh, he's fine. He's just gone out to buy a newspaper." Each time she would think up some new excuse so that we wouldn't suspect anything. And this went on for two whole years. A few days ago we learned the truth from Stelios himself when we bumped into him by chance.'
So I said to her:
'The fault's your own. It's you that's to blame, you and your husband, but you most of all.'
'What do you mean!' she said indignantly. 'I loved my children to the point that I was never out of the kitchen. I had no life of my own at all. I took them to the church and I was always telling them the right thing to do. How can you say that I'm to blame?'
I turned to her other daughter who was with her and asked:
'What do you think about the matter?'
'The Father's right, Mum,' she said. 'We never ever enjoyed a single day when you weren't quarrelling with Dad.'
'Do you see then, how I'm right? It is you that are to blame. You traumatised the children. They are not to blame, but they are suffering the consequences.'
Wounded by Love: The Life and the Wisdom of Elder Porphyrios, trans. by John Raffan (Limni, Evia, Greece: Denise Harvey, 2005), 195-205.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι, όταν οι άλλοι δεν έχουν καλή γνώμη για μένα.
– Καλά πού μου το είπες! Από σήμερα θα κάνω ευχή οι άλλοι να μην έχουν ποτέ καλή γνώμη για σένα, γιατί αυτό σε συμφέρει, καλό μου παιδί. Οικονομάει ο Θεός να μας αδικήσουν οι άνθρωποι ή να μας πουν καμιά κουβέντα, για να εξοφλήσουμε μερικές αμαρτίες μας ή για να αποταμιεύσουμε κάτι στην άλλη ζωή. Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς την θέλετε εσείς την πνευματική ζωή; Δεν έχετε καταλάβει ακόμη το πνευματικό σας συμφέρον και θέλετε εξόφληση εδώ για τον Ουρανό δεν αφήνετε τίποτε. Πώς τα παίρνεις έτσι τα πράγματα; Τι διαβάζεις; Εύεργετινό διαβάζεις; Εκεί δεν σου λέει τι πρέπει να κάνεις; Ευαγγέλιο διαβάζεις; Να διαβάζεις κάθε μέρα.
– Γέροντα, όταν κάνω ένα καλό, λυπάμαι, αν δεν το αναγνωρίσουν οι άλλοι.
– Καλά, εσύ τι θέλεις, αναγνώριση από τον Χριστό ή από τους ανθρώπους; Πιο πολύ όφελος δεν έχεις από την αναγνώριση του Χριστού; Σε τι σε βοηθάει να σε προσέχουν οι άνθρωποι; Αν τώρα σου αναγνωρίζουν το καλό πού κάνεις, στην άλλη ζωή θα ακούσεις: Άπέλαβες συ τα αγαθά σου. Πρέπει να χαιρόμαστε, όταν δεν αναγνωρίζουν οι άλλοι τους κόπους μας και δεν μας ανταμείβουν, γιατί αυτούς τους κόπους τους λαμβάνει υπ” όψιν ο Θεός και θα μας ανταμείψει με πληρωμή αιώνια. Αφού υπάρχει θεία ανταπόδοση, να κοιτάξουμε να βάλουμε καμιά δραχμή στο Ταμιευτήριο του Θεού. Πρέπει να δεχόμαστε την αδικία σαν μεγάλη ευλογία, γιατί αποταμιεύουμε από αυτήν ουράνια ευλογία.
– Όταν, Γέροντα, δέχεται κανείς την αδικία, όχι γιατί σκέφτεται την μέλλουσα Κρίση, αλλά γιατί αυτό το θεωρεί καλό, είναι σωστό;
– Ε, και αυτό εκεί δεν καταλήγει; Μόνο να προσέξει να μην το κάνει, για να γίνει απλώς καλός άνθρωπος, γιατί έτσι κάνουν οι Ευρωπαίοι. Να σκέφτεται πώς είναι εικόνα Θεού και πρέπει να μοιάσει στον Πλάστη του. Αν υπάρχει αυτό το κίνητρο, βαδίζει σωστά. Διαφορετικά κινδυνεύει να πέσει στον ανθρωπισμό των Ευρωπαίων.
ΠΗΓΗ
Το ότι δηλαδή η σημερινή εορτή ονομάζεται Επιφάνεια, είναι γνωστό σ’ όλους. Ποιά όμως παρουσία είναι αυτή και ποιά από τα δύο συμβαίνει, είναι μία αυτή ή δύο; Αυτό δεν το γνωρίζουν, πράγμα που αποτελεί την πιο χειρότερη ντροπή και είναι άξιο για πολλά γέλια, διότι, ενώ κάθε χρόνο εορτάζουν την εορτή αυτή, όμως αγνοούν την υπόθεσή της.
Είναι ανάγκη λοιπόν κατ’ αρχή να πω στην αγάπη σας, ότι δεν πρόκειται για μία παρουσία, αλλά για δύο· μία είναι αυτή που έγινε σαν σήμερα, και δεύτερη είναι η μελλοντική, που θα γίνει με τρόπο ένδοξο κατά τη συντέλεια του κόσμου. Και για την κάθε μία απ’ αυτές ακούσατε σήμερα τον Παύλο να γράφει στον Τίτο και να λέει για μεν τη σημερινή τα εξής: «Παρουσιάσθηκε η χάρη του Θεού, που σώζει όλους τους ανθρώπους, και μας διδάσκει ν’ αρνηθούμε την ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες, και να ζήσουμε κατά τον παρόντα αιώνα με σωφροσύνη, δικαιοσύνη και ευσέβεια», για δε τη μελλοντική· «και ν’ αναμένουμε την πραγματοποίηση της μακάριας ελπίδας και την παρουσία της δόξας του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού» (Τιτ. 2, 11-13). Αλλά και ο προφήτης για την ίδια εκείνη έλεγε τα εξής· «ο ήλιος θα μετατραπεί σε σκοτάδι και η σελήνη σε αίμα προτού να έρθει η μεγάλη και ένδοξη εκείνη ημέρα του Κυρίου» (Ιωήλ 2, 31).
Αλλά για ποιό λόγο ονομάζεται επιφάνεια όχι η ημέρα κατά την οποία γεννήθηκε, αλλά η ημέρα κατά την οποία βαπτίσθηκε; Διότι αυτή είναι η ημέρα κατά την οποία βαπτίσθηκε και αγίασε τη φύση των υδάτων. Γι’ αυτό βέβαια και τα μεσάνυχτα της εορτής αυτής όλοι φέρνουν νερό και το τοποθετούν μέσα στο σπίτι, φυλάσσοντάς το όλο το χρόνο, επειδή σήμερα αγιάστηκαν τα ύδατα. Και το θαύμα του αγιασμού των υδάτων γίνεται φανερό από το ότι δεν αλλοιώνεται η φύση του νερού εκείνου με το πέρασμα του χρόνου, αλλά ολόκληρο χρόνο και πολλές φορές δύο και τρία χρόνια παραμένει καθαρό και φρέσκο το νερό που σήμερα αντλήθηκε, και βρίσκεται μετά από τόσο χρόνο σε ίση αξία και κατάσταση με το νερό, που μόλις πριν λίγο πάρθηκε από την πηγή.
Για ποιό λόγο λοιπόν ονομάζεται αυτή η ημέρα Επιφάνεια; Επειδή ο Χριστός έγινε σ’ όλους γνωστός όχι όταν γεννήθηκε, αλλά όταν βαπτίσθηκε· διότι μέχρι αυτή την ημέρα ήταν άγνωστος στους πολλούς. Και ότι οι πολλοί τον αγνοούσαν και δεν γνώριζαν ποιός τέλος πάντων ήταν, άκουσε τον Ιωάννη Βαπτιστή που λέει: «ανάμεσά μας στέκεται κάποιος, τον οποίο σεις δεν γνωρίζετε»(Ιω. 1, 26).
Και γιατί είναι άξιο θαυμασμού εάν οι άλλοι τον αγνοούσαν, τη στιγμή βέβαια που και ο ίδιος ο Βαπτιστής τον αγνοούσε μέχρι την ημέρα εκείνη; Διότι λέει, «Και εγώ δεν τον γνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· σε όποιον θα δεις να κατεβαίνει το άγιο Πνεύμα και να μένει επάνω σ’ αυτόν, αυτός είναι εκείνος που βαπτίζει με άγιο Πνεύμα»(Ιω. 1, 33). Το ότι λοιπόν υπάρχουν δύο παρουσίες γίνεται αυτό φανερό από αυτά.
Είναι ανάγκη όμως να εξηγήσουμε για ποιό λόγο έρχεται ο Χριστός να βαπτισθεί, και τί είδους βάπτισμα ήταν αυτό· καθόσον πρέπει και αυτό να το γνωρίζουμε, όπως ακριβώς βέβαια και εκείνο· και πρέπει πρώτα να διδάξω στην αγάπη σας αυτό, διότι από αυτό θα γνωρίσουμε και εκείνο.
Υπήρχε το ιουδαϊκό βάπτισμα, που απάλλασσε από τις σωματικές ακαθαρσίες και όχι από τα αμαρτήματα της συνειδήσεως. Εάν κάποιος διέπραττε μοιχεία, εάν κάποιος τολμούσε να κλέψει, και αν κάποιος διέπραττε κάποια άλλη παρανομία, δεν τον απάλλασσε αυτό από την παράβαση αυτή, εάν όμως κάποιος άγγιζε οστά νεκρών, ή έτρωγε απαγορευμένη τροφή, ή επέστρεφε από θάνατο, ή πλησίαζε τους νεκρούς, λουζόταν, και παρέμενε ακάθαρτος μέχρι το βράδυ, ενώ στη συνέχεια καθαριζόταν. Διότι λέει: «Θα λούσετε το σώμα του με καθαρό νερό και θα είναι ακάθαρτος μέχρι το βράδυ»(Λευιτ.15, 5) και μετά θα καθαρίζεται· διότι στην πραγματικότητα αυτό δεν ήταν ακαθαρσία, αλλά επειδή ήταν πνευματικά ατελείς, με αυτά τα μέτρα ο Θεός τους έκανε ευλαβέστερους, και τους προετοίμαζε από την πρώτη εκείνη στιγμή να είναι πιο κατάλληλοι για την κατανόηση των υψηλοτέρων πραγμάτων.
Το ιουδαϊκό λοιπόν καθάρσιο δεν απάλλασσε από τα αμαρτήματα, αλλά μόνο από τις σωματικές ακαθαρσίες, ενώ το δικό μας βάπτισμα δεν είναι τέτοιο, αλλά είναι πολύ πιο ανώτερο και γεμάτο από πολλή χάρη, καθόσον απαλλάσσει από τα αμαρτήματα, καθαρίζει τη ψυχή, και χορηγεί το άγιο Πνεύμα. Του Ιωάννη πάλι το βάπτισμα ήταν βέβαια πολύ πιο ανώτερο από το ιουδαϊκό, κατώτερο όμως από το δικό μας, αποτελώντας, κατά κάποιο τρόπο, γέφυρα μεταξύ αυτών των δύο βαπτισμάτων, καθοδηγώντας μας από εκείνο προς αυτά· διότι δεν τους οδηγούσε στην τήρηση σωματικών καθαρμών, αλλά τους προέτρεπε και τους συμβούλευε ν’ απομακρυνθούν από εκείνους και να επιστρέψουν από την κακία στην αρετή και να στηρίζουν τις ελπίδες της σωτηρίας τους στα κατορθώματα των έργων και όχι σε διάφορα βαπτίσματα και καθαρμούς με νερό.
Διότι δεν έλεγε, πλύνε τα ρούχα σου, και λούσε το σώμα σου, και θα γίνεις καθαρός, αλλά τί; «Κάνετε έργα άξια της μετάνοιας»(Ματθ. 3, 8). Και ως προς αυτά ήταν ανώτερο από το ιουδαϊκό, αλλά κατώτερο από το δικό μας, επειδή το βάπτισμα του Ιωάννη δεν χάριζε Πνεύμα άγιο, ούτε παρείχε τη συγχώρηση που παρέχεται από τη θεία χάρη, διότι προέτρεπε να μετανοούν και δεν είχε την εξουσία να δίνει συγχώρηση. Γι’ αυτό ακριβώς και έλεγε· «Εγώ σας βαπτίζω με νερό, ενώ εκείνος θα σας βαπτίσει με Πνεύμα άγιο και φωτιά»(Ματθ. 3, 11). Είναι φανερό ότι αυτός δεν βάπτιζε με Πνεύμα άγιο. Τί σημαίνει «με Πνεύμα άγιο και φωτιά»; Θυμήσου σε παρακαλώ την ημέρα εκείνη, κατά την οποία παρουσιάσθηκαν στους αποστόλους διαμεριζόμενες πύρινες γλώσσες και κάθισαν επάνω στον καθένα από αυτούς.
Και ότι ήταν ατελές το βάπτισμα του Ιωάννη, μη έχοντας τη δύναμη να χορηγεί Πνεύμα άγιο, ούτε να συγχωρεί αμαρτήματα, γίνεται φανερά από το εξής. Όταν ο Παύλος συνάντησε κάποιους μαθητές τους ρώτησε· «Μήπως λάβατε Πνεύμα άγιο όταν πιστέψατε; Εκείνοι είπαν προς αυτόν· ούτε καν ακούσαμε ότι υπάρχει άγιο Πνεύμα. Είπε τότε προς αυτούς· σε τί λοιπόν βαπτισθήκατε; Εκείνοι είπαν· στο βάπτισμα του Ιωάννη. Είπε τότε ο Παύλος. Ο Ιωάννης βάπτιζε βάπτισμα μετάνοιας»(Πραξ. 19, 2-4). Βάπτισμα μετάνοιας λοιπόν ήταν και όχι συγχωρήσεως. Και για ποιό σκοπό βάπτιζε; «Έλεγε στο λαό να πιστέψουν σ’ εκείνον που έρχεται μετά από αυτόν, δηλαδή στον Κύριο Ιησού. Όταν το άκουσαν αυτό βαπτίσθηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Και αφού έθεσε ο Παύλος τα χέρια του επάνω τους, ήρθε σ’ αυτούς το άγιο Πνεύμα»(Πραξ. 19, 4-6). Είδες πως ήταν ατελές το βάπτισμα του Ιωάννη; Διότι, εάν δεν ήταν ατελές, δεν θα τους βάπτιζε πάλι ο Παύλος, δεν θα έθετε τα χέρια του επάνω τους· ενώ τώρα, αφού έκανε και τα δύο αυτά, φανέρωσε την υπεροχή του αποστολικού βαπτίσματος και ότι εκείνο ήταν κατά πολύ κατώτερο από αυτό.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
(Λόγος στο Άγιο Βάπτισμα, Ε.Π.Ε. τ. 35-αποσπάσματα).
Τη διαφορά λοιπόν των βαπτισμάτων τη μάθαμε από αυτά, πρέπει όμως στη συνέχεια να πούμε για ποιo λόγο βαπτίζεται ο Χριστός και ποιό είναι το βάπτισμα που κάνει. Δεν κάνει ούτε το παλιό ιουδαϊκό βάπτισμα, ούτε το δικό μας που καθιερώθηκε στη συνέχεια, καθόσον δεν είχε ανάγκη από συγχώρηση αμαρτημάτων· διότι πώς θα συνέβαινε αυτό σε εκείνον που δεν είχε καμία αμαρτία; Διότι, λέει, «αμαρτία δεν έκανε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του»(Α΄ Πετρ.2, 22)· και πάλι· «Ποιός μπορεί από σας να με ελέγξει για αμαρτία;»( Ιω. 8,46). Ούτε η σάρκα εκείνη στερούνταν το Πνεύμα· διότι πώς ήταν δυνατό αυτό στη σάρκα εκείνη που συνελήφθη από Πνεύμα άγιο; Εάν λοιπόν η σάρκα εκείνη ούτε το άγιο Πνεύμα στερούνταν, ούτε ήταν υπεύθυνη για αμαρτήματα, για ποιό λόγο βαπτίσθηκε; Αλλά προηγουμένως πρέπει να μάθουμε ποιο βάπτισμα έκανε, και τότε και αυτό θα μας γίνει πιο κατανοητό.
Ποιο λοιπόν βάπτισμα έκανε; Ούτε το ιουδαϊκό, ούτε το δικό μας, αλλά το βάπτισμα του Ιωάννη. Γιατί; Με σκοπό να μάθεις και από τη φύση αυτού του βαπτίσματος, ότι δεν βαπτίσθηκε για αμαρτίες του, ούτε επειδή είχε ανάγκη της χορηγίας του αγίου Πνεύματος· διότι το βάπτισμα εκείνο στερούνταν τη δυνατότητα και των δύο αυτών βαπτισμάτων, όπως ακριβώς βέβαια και αποδείξαμε.
Και ότι δεν ήρθε στον Ιορδάνη ούτε για άφεση αμαρτημάτων, ούτε για τη χορηγία του αγίου Πνεύματος έγινε φανερό από αυτά· όμως για να μη νομίσει κάποιος από εκείνους που ήταν τότε παρόντες, ότι πηγαίνει εκεί για μετάνοια, όπως ακριβώς πήγαιναν και οι άλλοι, άκουσε πως και αυτό το διευκρινίζει ο Ιωάννης. Διότι εκείνος που έλεγε στους άλλους, «Να κάνετε έργα άξια της μετάνοιας» (Ματθ. 3, 8), άκουσε τί λέει σ’ αυτόν· «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα, και συ έρχεσαι προς εμένα;»(Ματθ. 3, 14). Αυτό το έλεγε για να δείξει ότι δεν πήγε σ’ αυτόν για τον ίδιο λόγο που πήγαιναν οι άλλοι· και ότι τόσο πολύ απέχει από την ανάγκη να βαπτισθεί γι’ αυτό, αφού ήταν κατά πολύ πιο ανώτερος και από τον ίδιο το Βαπτιστή, και ασύγκριτα καθαρότερος. Για ποιό λόγο λοιπόν βαπτίσθηκε, εάν αυτό δεν το έκανε ούτε για μετάνοια, ούτε για συγχώρηση αμαρτημάτων, ούτε για χορήγηση του Πνεύματος; Για δύο άλλους λόγους, που ένας είναι αυτός που αναφέρει ο μαθητής, και ο άλλος αυτός που λέγεται απ’ αυτόν στον Ιωάννη.
Ποια λοιπόν λέει ο Ιωάννης ότι είναι η αιτία του βαπτίσματος αυτού; Για να μάθουν οι πολλοί, όπως και ο Παύλος έλεγε, ότι «ο Ιωάννης βάπτισε βάπτισμα μετάνοιας, λέγοντας να πιστέψουν σ’ εκείνον που έρχεται μετά απ’ αυτόν»(Πραξ. 19, 4)· αυτό ήταν το κατόρθωμα του βαπτίσματος. Διότι το να πηγαίνει στο σπίτι του καθενός, και πλησιάζοντας στις πόρτες και έχοντας μαζί του το Χριστό να τους καλεί έξω και να τους λέει, ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού, αυτό θα έκανε ύποπτη τη μαρτυρία και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο· επίσης το να τον πάρει πάλι και, μπαίνοντας στη συναγωγή, να τον δείχνει, και αυτό πάλι κατά τον ίδιο τρόπο έκανε ύποπτη τη μαρτυρία.
Αλλ’ όμως το να έρθει και αυτός προς τον Ιωάννη με σκοπό να βαπτισθεί, τη στιγμή που όλος ο κόσμος από κάθε πόλη ξεχυνόταν στον Ιορδάνη και διέμενε στις όχθες του ποταμού, και εκεί να δεχθεί την ουράνια μαρτυρία που γινόταν με τα λόγια του Πατέρα, τη μαρτυρία που γινόταν με την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος με μορφή περιστεράς, αυτό έκανε ανύποπτη τη μαρτυρία που έδινε ο Ιωάννης γι’ αυτόν. Γι’ αυτό λέει, «και εγώ δεν τον γνώριζα», κάνοντας έτσι αξιόπιστη την μαρτύρια του.
Επειδή ήταν συγγενείς, για να μη φανεί ότι δίνει τη μαρτυρία για το Χριστό εξαιτίας της συγγένειάς τους, ρύθμισε η χάρη του αγίου Πνεύματος να περάσει ο Ιωάννης όλα τα προηγούμενα χρόνια του στην έρημο, για να μη φανεί ότι η μαρτυρία δίνεται από φιλία ή από κάποια άλλη παρόμοια επινόηση, αλλ’ όπως το έμαθε αυτό από το Θεό, έτσι και το κάνει γνωστό στον κόσμο. Γι’ αυτό λέει, «και εγώ δεν τον γνώριζα». Και από πού λοιπόν το έμαθες; «Εκείνος», λέει, «που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε». Τί σου είπε; «Σ’ όποιον θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα με μορφή περιστεράς και να μένει επάνω σ’ αυτόν, αυτός είναι εκείνος που βαπτίζει με Πνεύμα άγιο» (Ιω. 1, 33).
Βλέπεις ότι γι’ αυτό ήρθε το άγιο Πνεύμα, όχι ότι τότε κατέβηκε για πρώτη φορά, αλλά για να φανερώσει εκείνον που κηρυσσόταν, κάνοντας αυτόν γνωστό σ’ όλους, σαν με κάποιο δάχτυλο, με την πτήση του υπό μορφή περιστεράς; Γι’ αυτό λοιπόν ήρθε να βαπτισθεί αλλά και για μία άλλη αιτία, την οποία αναφέρει αυτός. Και ποιά είναι αυτή; Όταν ο Ιωάννης είπε, «εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα και συ έρχεσαι προς εμένα;», αυτός αποκρίθηκε και είπε· «άφησέ τα αυτά τώρα διότι πρέπει εμείς να εκτελέσουμε κάθε εντολή»(Ματθ. 3, 14-15). Είδες ευγνωμοσύνη δούλου; Είδες ταπεινοφροσύνη Κυρίου; Τί τέλος πάντων σημαίνει, «να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη»; Δικαιοσύνη ονομάζεται η εκπλήρωση όλων των εντολών· όπως ακριβώς όταν λέει· «Ήταν και οι δύο δίκαιοι και εκτελούσαν κατά τρόπο άμεμπτο όλες τις εντολές του Κυρίου»(Λουκ. 1,6). Επειδή λοιπόν έπρεπε να εκτελέσουν τις εντολές αυτές όλοι οι άνθρωποι, όμως κανένας δεν πραγματοποίησε αυτές στην εντέλεια, γι’ αυτό έρχεται ο Χριστός και εκτελεί την πραγματοποίηση αυτών των εντολών.
Και ποια εντολή εκτελεί με το να βαπτισθεί; Το να υπακούσει στον προφήτη ήταν εντολή. Όπως ακριβώς λοιπόν περιτμήθηκε, πρόσφερε θυσία, τήρησε τα Σάββατα, και έλαβε μέρος σε ιουδαϊκές εορτές, έτσι πρόσθεσε και αυτό που υπολειπόταν, το να υπακούσει στον προφήτη που βάπτιζε. Διότι, το ότι ήταν τότε θέλημα του Θεού να βαπτίζονται όλοι, άκουσε τι λέγει ο Ιωάννης· «Εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό»(Ιω. 1, 33) και πάλι ο Χριστός λέει· «οι τελώνες και το πλήθος του λαού τήρησαν τις εντολές του Θεού, διότι έκαναν το βάπτισμα του Ιωάννη, οι Φαρισαίοι όμως και οι γραμματείς απέρριψαν το θέλημα του Θεού με το να μη βαπτισθούν απ’ αυτόν»(Λουκ. 7, 29-30).
Εάν λοιπόν αποτελεί εντολή το να υπακούει κανείς στο Θεό, ο δε Θεός έστειλε τον Ιωάννη για να βαπτίσει το λαό, ο Χριστός μαζί με όλες τις άλλες νομικές διατάξεις εκπλήρωσε και αυτή την εντολή. Υπόθεσε, δηλαδή, ότι οι εντολές του νόμου ήταν διακόσια δηνάρια. Αυτό το χρέος έπρεπε να το πληρώσει το δικό μας το ανθρώπινο γένος. Δεν το πληρώσαμε. Μας είχε στην εξουσία του ο θάνατος, επειδή ήμασταν υπεύθυνοι γι’ αυτές τις κατηγορίες. Όταν ήρθε ο Χριστός και μας βρήκε να είμαστε κάτω από την εξουσία του, κατέβαλε το χρέος, πλήρωσε την οφειλή και ελευθέρωσε εκείνους που δεν είχαν να πληρώσουν. Γι’ αυτό δεν είπε, ‛πρέπει να κάνετε σεις αυτό και αυτό’, αλλά, «να πληρώσω κάθε δικαιοσύνη»(Ματθ. 3,15). Εγώ ο Κύριος, λέει, που έχω, πρέπει να πληρώσω για εκείνους που δεν έχουν.
Αυτή είναι η αιτία του βαπτίσματος, για να φανεί ότι τηρεί όλες τις εντολές του νόμου· αυτή είναι η αιτία καθώς και εκείνη που αναφέρθηκε πριν απ’ αυτή. Γι’ αυτό και το Πνεύμα κατεβαίνει με μορφή περιστεράς, διότι όπου υπάρχει συμφιλίωση με το Θεό, παρουσιάζεται περιστερά. Καθόσον και στην περίπτωση της κιβωτού του Νώε ήρθε η περιστερά κρατώντας κλαδί ελιάς, σύμβολο της φιλανθρωπίας του Θεού και της απαλλαγής από τον κατακλυσμό. Και τώρα παρουσιάζεται το Πνεύμα με μορφή περιστεράς, και όχι με το σώμα της (διότι πρέπει αυτά να τα γνωρίζομε σωστά), γνωστοποιώντας τη φιλανθρωπία του Θεού στην οικουμένη, και συγχρόνως φανερώνοντας, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να μη έχει πονηριά, να είναι αγνός και άκακος, όπως ακριβώς και ο Χριστός λέει· «εάν δεν μετανοήσετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών»(Ματθ, 18, 3). Εκείνη λοιπόν η κιβωτός, αφού σταμάτησε ο κατακλυσμός, έμεινε στη γη, ενώ αυτή η κιβωτός, αφού καθησύχασε η οργή, ανέβηκε στον ουρανό, και τώρα βρίσκεται το καθαρό εκείνο και αμόλυντο σώμα στα δεξιά του Πατέρα.