Translate

Thursday, May 12, 2016

«Γεννηθήτω το θέλημά Σου» ....( Αρχιμ. Ιωάννου Κοστώφ )

«Ὁ μεγάλος ρῶσος λογοτέχνης L. Tolstoy στό βιβλίο του Παιδικά, Ἐφηβικά καί Νεανικά χρόνια περιγράφει μιά ἐμπειρία του ἀπό τά παιδικά του χρόνια, πού ἔμεινε βαθειά χαραγμένη στην ψυχή του. Φιλοξενοῦσαν συχνά στό σπίτι τους ἕναν ἄνθρωπο πολύ πονεμένο, πού ἐλάχιστες «ἄσπρες» μέρες εἶχε δεῖ στή ζωή του. Σέ μιά ἀπό αὐτές τίς ἐπισκέψεις, ὁ Tolstoy μαζί μέ τά μικρά του ἀδέλφια, παρακολούθησαν κρυφά τό γέροντα πού προσευχόταν στό δωμάτιο τό ὁποῖο τοῦ εἶχαν παραχωρήσει. Καί περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ἀνεξίτηλη σφραγίδα τήν ὁποία ἄφησε πάνω του αὐτή ἡ ἐμπειρία: «Σταυρώνοντας τά μεγάλα του χέρια στό στῆθος, ὁ Γκρίσα, στεκόταν πρῶτα σιωπηλός μέ σκυμμένο τό κεφάλι μπροστά στίς εἰκόνες. Μετά ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Στήν ἀρχή ἀπάγγειλε σιγαλά γνωστές προσευχές· μετά τίς ἐπανελάμβανε δυνατότερα. Μετά ἄρχισε νά προσεύχεται μέ δικά του λόγια. Προσευχήθηκε γιά ὅλους τούς εὐεργέτες του (ἔτσι ἀποκαλοῦσε αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦσαν)· ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς καί γιά τήν μητέρα μας καί γιά μᾶς.

Προσευχήθηκε γιά τόν ἑαυτό του, ζητώντας ἀπό τό Θεό νά συγχωρήση τίς προηγούμενες ἁμαρτίες του· καί μετά συνέχισε νά ἐπαναλαμβάνη: Θεέ μου, συγχώρεσε τούς ἐχθρούς μου. Μετά συνέχισε νά ἐπαναλαμβάνη πολλές φορές: Κύριε, ἐλέησέ με· ἀλλά κάθε φορά μέ ἀνανεωμένη δύναμι καί μέ θέρμη. Μετά εἶπε: Συγχώρεσέ με, Κύριε, καί δίδαξέ με, πῶς νά ζῶ. Καί τό εἶπε μέ τόση ἁπλότητα καί πίστι σάν νά περίμενε μιά ἄμεση ἀπάντησι στό αἴτημά του. Καί ἔπειτα τό μόνο τό ὁποῖο μπορούσαμε νά ἀκούσουμε, ἦταν λυπητερά ἀναφυλλητά. Σέ λίγο σηκώθηκε στά γόνατά του, σταύρωσε τά χέρια του στό στῆθος καί ἔμεινε σιωπηλός...

Καί ξαφνικά ἀναφώνησε: Γενηθήτω Κύριε, τό θέλημά Σου! Καί πέφτοντας μέ τό μέτωπο στό πάτωμα ἄρχισε πάλι νά κλαίη μέ λυγμούς σάν παιδί...».

Καί συνεχίζει ὁ Tolstoy: «Πολλές ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος ἔχουν χάσει τή σημασία τους γιά μένα· ἀκόμη καί ὁ Γκρίσα ὁ προσκυνητής ἔχει ἀπό καιρό τελειώσει τό τελευταῖο του ταξίδι. Ἀλλά ἡ ἐντύπωσι, τήν ὁποία μοῦ ἔκανε ἐκείνη ἡ βραδυνή προσευχή του, δέν θά ξεθωριάση ποτέ!

Ὠ ἀληθινέ Χριστιανέ Γκρίσα! Ἡ πίστι σου ἦταν τόσο δυνατή πού ἔνοιωθες ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη σου γιά τό Θεό ἦταν τόσο μεγάλη, πού οἱ λέξεις ξεχύνονταν ἀπό τά χείλη σου ἀπό μόνες τους, χωρίς νά τίς μετρᾶς μέ τή λογική σου. Καί τί ὑπέροχη δοξολογία πρόσφερες, γιά νά δοξάσης τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅταν -μή βρίσκοντας λέξεις μέσα στόν πόνο σου- ἔπεσες κλαίγοντας στό πάτωμα καί φώναξες: Γενηθήτω, Κύριε τό θέλημά σου!».

Εἴμασθε εὐγνώμονες στό μεγάλο Tolstoy γιά τήν “μαγνητοσκόπηση» αὐτῆς τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ ἁπλοϊκοῦ γέροντα προσκυνητῆ. Καί εἶναι κρίμα, πού ὁ τραγικός συγγραφέας, φυλακισμένος στόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό του, δέν φρόντισε ποτέ νά ἀξιοποιήση σωστά τό μάθημα τῆς προσευχῆς, τό ὁποῖο πῆρε ἀπό τόν ἀγράμματο χωρικό. Τουλάχιστον ἔκανε τήν πολύ σωστή διαπίστωση ὅτι οἱ λέξεις «Γενηθήτω τό θέλημά Σου», εἶναι ἡ πιό ὑπέροχη δοξολογία τοῦ Θεοῦ».

Αρχιμ. Ιωάννου Κοστώφ
«Η Προσευχή Κομποσχοίνι»

Sunday, May 8, 2016

Τό θαύμα τής επιστροφής ενός μοναχού πού άφησε το μοναστήρι του καί παντρεύτηκε...



Στήν άκρη τού γκρεμού. Λίγο ακόμη καί χάθηκε...

Τό 2003 κυκλοφόρησε ἕνα χαριτωμένο ἁγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά καί ἱστορίες ἀπό τήν ζωή παλαιτέρων καί νεωτέρων Πατέρων τοῦ Ἄθωνος.
Τιτλοφορεῖται: " Ἁγιορείτικα ἀνέκδοτα καί διηγήσεις καί ὄχι μόνο...".

Συγγραφεύς φέρεται ὁ μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.

Τά διηγήματά του γραμμένα μέ ἁπλῆ καί κατανοητή γλῶσσα, εἶναι διδακτικά καί ὠφέλιμα γιά κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη.

Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά τά περιστατικά εὑρῆκα καί τήν ζωή τοῦ π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχοῦ, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς μεγάλης ὠφελείας πού θά προσφέρη, σκέφθηκα νά τήν καταχωρήσω ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό Γρηγοριάτικο Γεροντικό, ἐφ᾿ ὅσον κι αὐτός συγκαταλέγεται στήν χορεία τῶν παλαιοτέρων Γρηγοριατῶν πατέρων.

Παρουσιάζω τήν περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν᾿ ἀλλοιώσω τά ἱστορικά της στοιχεῖα, ἐνῶ ἡ σύνταξις τοῦ κειμένου θά φέρη τόν προσωπικό χαρακτῆρα τοῦ γράφοντος.
Στήν ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου μετέβη, πρίν ἀπό 100 χρόνια, κάποιος νέος νά μονάσει...

Ἀσφαλῶς τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ ἱκανώτατος Γέροντας ἀρχιμ. π.Συμεών Ἀγγελίδης, ὁ ἐκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε ἡγούμενος ἀπό τό 1860 μέχρι τό 1906. Γεννήθηκε ὁ μοναχός αὐτός, ἄγνωστο πότε, στήν Πάτρα καί τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Νικόλαος.

Σύμφωνα μέ τήν τάξι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δοκιμάσθηκε ἐπί μία τριετία καί μετά ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ὀνομασθείς Νεκτάριος. Τήν ἐποχή ἐκείνη, λόγῳ πτωχείας, ἴσως εἶχε εὐλογία κάθε μοναχός, ἀκόμη καί κοινοβιάτης, νά ἀσχολῆται μέ κάποιο ἐργόχειρο γιά τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα.

Ἴσως ὁ μοναχός Νεκτάριος νά ζοῦσε ἐκτός τῆς Μονῆς σάν ἐξαρτηματικός καί ἠσχολεῖτο μέ κάποιο ἐργόχειρο γιά νά καλύπτη τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς του.
Ἤθελε, λοιπόν, ν᾿ ἀγοράση παπούτσια καί μερικά ἄλλα προσωπικά του ἀντικείμενα. Ζήτησε εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του νά πάη στήν Θεσσαλονίκη γιά νά πωλήση τό ἐργόχειρό του. Δέν μᾶς εἶναι γνωστό τί κατεσκεύαζε. Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἀπήντησε:

-Δέν πρέπει νά βγῆς, ἔξω π. Νεκτάριε. Εἶσαι νέος μοναχός καί ἴσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θά πάω νά πωλήσω τά ἐργόχειρό μου καί νά ψωνίσω ὅ, τι προσωπικό μου χρειάζομαι καί νά ἐπιστρέψω.

Ὁ Γέροντας ὅμως δέν εὐλογοῦσε τήν ἔξοδό του, ἀλλά καί ὁ μοναχός δέν παραιτεῖτο ἀπό τό θέλημά του. Τελικά ὑπεχώρησε ὁ Γέροντάς του καί τοῦ εἶπε:
-Πήγαινε, ἀλλά δέν θά καθυστερήσης περισσότερο ἀπό τρεῖς ἡμέρες. Δηλαδή δύο ἡμέρες τό ταξίδι σου καί μία ἡμέρα γιά τά ψώνια σου.

Ἔφυγε ὁ π. Νεκτάριος κι ἔφθασε στήν Θεσσαλονίκη. Ἐνῶ ἐβάδιζε κοντά στόν Βαρδάρη, ὕψωσε τό βλέμμα του σ᾿ ἕνα μπαλκόνι καί εἶδε μία κοπέλλα νά τινάζη τίς κουβέρτες.

Ἀλλά καί ἡ κοπέλλα τόν εἶδε καί ἐπίμονα μέ τό βλέμμα της τόν περιεργαζόταν.
Αὐτός ἐνόμισε ὅτι ἡ κοπέλλα τόν ἐκύτταξε μέ πονηρό λογισμό. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή μπῆκε μέσα του ὁ πειρασμός.

Τήν ἑπομένη ἡμέρα ξαναπέρασε πάλι ἀπό ἐκεῖ μήπως καί τήν ἰδῆ. Τό ἴδιο ἔκανε καί τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες.
Οἱ λογισμοί του νά ἐγκαταλείψη τόν μοναχικό του Σχῆμα γιά νά κερδίση τήν κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δέν χάνει καιρό καί θέτει σέ ἐφαρμογή τό σατανικό αὐτό σχέδιο.

Κάποιο ἀπόγευμα ἔβγαλε τά ράσα του, ἔκοψε τά γένεια του καί συνέχισε σάν λαϊκός πλέον
τώρα νά συχνάζη σ᾿ ἐκείνη τήν ἑστία τοῦ πειρασμοῦ. Δέν ἄργησε νά προχωρήση καί σέ ἄλλα μέτρα γιά νά μή χάση...τό δόλωμα, πού ὁ διάβολος τοῦ εἶχε βάλει μπροστά του.

Ἐνοίκιασε δωμάτιο κοντά σ᾿ αὐτή τήν γειτονιά καί ἐν συνεχείᾳ ἔψαχνε νά βρῆ δουλειά. Γνωρίσθηκε μέ κάποιον, ὁ ὁποῖος καί τόν πῆρε στήν δουλειά του. Μία ἡμέρα εἶπε σ᾿ αὐτόν πού ἦταν ἀφεντικό του στήν δουλειά:
-Αὐτή η κοπέλλα πού μένει ἀπέναντί μας, τήν ἔχω συμπαθήσει καί θέλω νά τήν κάνω γυναῖκα μου.
-Τί λές βρέ Νῖκο; Εἶναι ἀλήθεια; Ξέρεις αὐτή ἡ κοπέλλα εἶναι ἀδελφή ἑνός πολύ καλοῦ φίλου μου. Θά κάνω τό πᾶν νά σέ γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ὁ Νικόλαος μέ τόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας καί ἕνα βράδυ ἐπῆγαν μαζί στό σπίτι της. Τούς ὑποδέχθηκε ἡ μητέρα τῆς κοπέλλας καί τούς προσέφερε ἕνα κέρασμα.
Ἐπῆγε καί πάλι καί πάλι ὁ Νικόλαος στό σπίτι τῆς κοπέλλας. Τότε εἶπε ὁ φίλος του στόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας:

-Ὁ νεαρός Νικόλαος πού ἐγνώρισες ἔχει ἐρωτευθῆ τήν ἀδελφή σου καί θέλει νά τήν κάνη γυναῖκα του.
-Ἀλήθεια, λές βρέ Γιῶργο;
-Ναί, εἶναι σοβαρός ἄνθρωπος.
-Τό βλέπω κι ἐγώ ὅτι εἶναι σοβαρός. Θά τό εἰπῶ στήν μητέρα μου.
Ἡ μητέρα του, ὅταν ἔμαθε τό νέο αὐτό, ἀπόρησε καί τόν ἐρώτησε:

-- Βρέ παιδί μου, αὐτός δέν εἶναι ἀπ᾿ ἐδῶ, εἶναι ἀπό τήν Πάτρα. Πῶς θά δεχθῆ νά φτιάξη οἰκογένεια μακριά ἀπό τούς ἰδικούς του συγγενεῖς;
Τελικά συζήτησαν τό θέμα ὅλοι μαζί καί οἱ γονεῖς τους. Ἡ κοπέλλα τούς εἶπε:
-Ἐγώ, μητέρα, δέν ἔχω σκοπό νά παντρευτῶ ἀκόμη. Τελικά ἡ κοπέλλα δέχθηκε τίς πιεστικές προτάσεις τῶν γονέων της καί ὑποσχέθηκε νά ὑπαντρευθῆ. Ἔτσι μία ἡμέρα ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικολάου καί τῆς Ὄλγας. Γρήγορα ἀπέκτησαν καί τό πρῶτο τους παιδί.

Στό Μοναστήρι οἱ Πατέρες περίμεναν τόν μοναχό Νεκτάριο, ἀλλά ἀκόμη δέν φαινόταν πουθενά...Ὁ Ἡγούμενος καί ὅλοι οἱ Πατέρες ἔμαθαν γιά τά ...κατορθώματά του καί ἔκαναν προσευχή. Παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τόν συγχωρήση καί νά λάβη τήν ἀπόφασι νά ἐπιστρέψη.

Ὁ μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά τήν κοσμική του ζωή, μή μεριμνῶντας γιά τίποτε ἄλλο παρά μόνο γιά τήν οἰκογένειά του, τό παιδί του καί καί τίς δουλειές του. Κάθε ἀνάμνησι γιά τό παρελθόν τήν ἀπέφευγε διότι τόν ἐμπόδιζε στήν ἀπόλαυσι τῆς κοσμικῆς του ζωῆς.

Κάποια ἡμέρα, περίοδος καλοκαιριοῦ, ἐπῆγε μέ τό παιδί του, ἡλικίας τότε ὀκτώ ἐτῶν, στήν παραλία γιά νά κάνουν τό μπάνιο τους. Μετά τό λούσιμο στήν θάλασαα, βγῆκε ἔξω νά παίξη τόπι μέ τόν παιδάκι του. Σέ μιά στιγμή τοῦ εἶπε τό παιδί του:

-Μπαμπᾶ, τί εἶναι αὐτό τό μαῦρο πανί πού ἔχεις ἐπάνω σου;

-Δέν φορῶ κάποιο μαῦρο πανί ἐπάνω μου, παιδί μου! Δέν βλέπεις ὅτι εἶμαι μόνο μέ τό "μαγιώ";
-Ἐγώ βλέπω νά φορῆς ἕνα μαῦρο πανί μέ κόκκινα γράμματα καί μέ κόκκινο σταυρό στό στῆθος σου.
Ἐδῶ ὁ Θεός ἄκουσε τίς προσευχές τοῦ Γεροντός του καί τῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς του
καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στό παιδάκι του νά ἰδῆ μέ τά νοερά καθαρά του μάτια τό ὑπερφυσικό αὐτό φαινόμενο. Εἶδε νά ἔχει ἐνδυθῆ ὁ πατέρας του μέ τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Σχῆμα τοῦ μοναχοῦ ἀποτυπώνεται σάν σφραγίδα στό στῆθος καί στήν ζωή τοῦ μοναχοῦ.

Ἔτσι, κι ἄν ἀκόμη ὁ μοναχός ἀρνηθῆ τό Σχῆμα του, τό Σχῆμα ὅμως δέν τόν ἀρνεῖται. Τόν ἀκολουθεῖ καί αὐτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά σταθῆ καί θά κριθῆ σάν μοναχός Μεγαλόσχημος.

Ὁ πατέρας του κατάλαβε ἀμέσως τί τοῦ ἔλεγε τό παιδί του. Σκέφθηκε καί μονολόγισε μόνος του: "Ἀκόμη μέ θυμᾶται καί μ᾿ ἀγαπᾶ ὁ Θεός! Μετά εἶπε στό παιδί του:
-Φεύγουμε. Ἑτοιμάσου νά πᾶμε στό σπίτι μας.

Ἔφθασαν στό σπίτι, ἀλλά ὁ Νικόλαος, ὅπως ἦτο στενοχωρημένος, φαινόταν ἀγνώριστος ἀπό τήν γυναῖκα του.
-Τί ἔχεις, βρέ Νῖκο, γιατί εἶσαι τόσο στενοχωρημένος; Ἄλλη φορά ἦσουν πάντα χαρούμενος καί γελαστός. Κάτι σοβαρό σοῦ συμβαίνει. Θέλω νά μοῦ τό εἰπῆς.
-Ἑτοίμασε νά φᾶμε καί μετά θά σοῦ εἰπῶ τά πάντα μέ εἰλικρίνεια.
Μετά τό φαγητό, ἔβαλαν τό παιδί νά κοιμηθῆ καί τότε ὁ Νικόλαος τῆς ἀπεκάλυψε γιά πρώτη φορά στήν γυναῖκα του τά ἑξῆς:

-Ἄκουσέ με, Ὄλγα. Ἐγώ, πρίν σέ γνωρίσω καί σέ ζητήσω γιά γάμο ἤμουν μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦλθα γιά δουλειές μου στήν Θεσσαλονίκη. Σέ εἶδα, σέ ἐρωτεύθηκα. Πέταξα τά ράσα μου καί τό Σχῆμα μου, ἐγκατέλειψα τίς καλογερικές μου ὑποχρεώσεις καί τό μοναστήρι μου γιά νά πάρω ἐσένα. Σήμερα τό παιδί μας, μέ θεία νεῦσι, εἶδε ἐπάνω στό στῆθος μου τό Ἀγγελικό μου Σχῆμα, τό ὁποῖον καί κατερύπωσα μέ αὐτή τήν ἄσωτη ζωή μου..

-Τί εἶναι αὐτά πού λέγεις, βρέ Νῖκο; Ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού μοῦ λέγεις, τότε εἶσαι δολοφόνος...Κατέστρεψες τρία σπίτια: Τό δικό μας, τῆς μητέρας μου καί ἐπρόσβαλλες τό μοναστήρι σου καί τό Ἅγιο Σχῆμα σου...Σήκω καί φῦγε ἀμέσως...

Καί τά δάκρυά της ἐπήγαιναν ποτάμι. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς ἐκκλησίας..

-Θά φύγω τῆς εἶπε αὐτός καί θά γυρίσω στό Μοναστήρι μου. Ἄν μέ κρατήσουν θά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ καί ἐκεῖ θά πεθάνω. Ἐάν δέν μέ κρατήσουν, θά σκεφθῶ ποῦ θά πάω..
-Φῦγε, ἀμέσως γιά τό μοναστήρι σου. Μή σκέπτεσαι ἐμένα καί τό παιδί μας. Θά φροντίση γιά ἐμᾶς ὁ Θεός. Φῦγε γιά νά μή καταδικασθῆς αἰώνια. Ὅσο καθυστερῆς στόν κόσμο, τόσο παροργίζεις τόν Πανάγαθο Θεό μας. Ἐάν κάνης ἔτσι καί μετανοήσης εἰλικρινά θά σέ συγχωρέση ὁ Θεός καί θά σέ σώση...
-Σέ παρακαλῶ, τῆς εἶπε, μήν εἰπῆς τίποτε στό παιδί μας. Ὅταν μεγαλώση θά μάθη ἀπό σένα ποιός εἶναι καί ποῦ εἶναι ὁ πατέρας του...

Πράγματι, ἔφθασε στό μοναστήρι του συντετριμμένος σάν τόν ἄσωτο υἱό ὁ Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντάς του, τόν γνώρισε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἔφερε μέσα στό Μοναστήρι.
Ὁ Νεκτάριος ἔπεσε στά πόδια του καί μέ στεναγμούς παρακαλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε:

-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Εἶμαι ὁ δεύτερος ἄσωτος γυιός. Δέν εἶμαι ἄξιος νά στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα τό Σχῆμα μου, τό ὁποῖο ἀπό τά χέρια σου ἔλαβα. Δέν ἔχω μάτια νά σ᾿ ἀντικρύσω. Δέξαι με ὄχι σάν δοῦλο σου, ὄχι σάν γυιό σου, ἀλλά σάν τό σκουλήκι καί τό σκουπίδι τῆς γῆς.
Ἐν τῶ μεταξύ ἦλθαν κι οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί καί Πατέρες.

Ἄλλοι ἔκλαιγαν καί ἄλλοι ἐχαίροντο γιά τήν ἐπιστροφή του. Σηκώθηκε ὁ Γέροντάς τους, παπᾶ Συμεών, τόν ἀγκάλιασε καί πήγανε μαζί στό Ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ τοῦ ἐξωμολογήθηκε ὁ Νεκτάριος ὅλα τά παθήματά του. Καί ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε:
-Παιδί μου, ὅλοι ἐμεῖς, ἐγώ ὁ Γέροντάς σου καί οἰ Ἀδελφοί σου σέ δεχόμεθα καί πάλι στό μοναστήρι. Ὅμως θά πᾶς νά μείνης στήν σπηλιά τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας.
Ὁ Νεκτάριος δέχθηκε τήν ἐντολή τοῦ π. Συμεών καί τόν εὐχαρίστησε διότι τόν δέχθηκαν καί πάλι στό μοναστήρι.
Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε μία φραντζόλα ψωμί καί νερό καί τόν ἐπῆγε ὁ ἴδιος νά τόν ἐγκαταστήση μέσα στήν σπηλιά. Ἐκεῖ ἐπέρασε ὁ Νεκτάριος ἕνα μῆνα μ᾿ αὐτό τό ψωμί. Ὅταν πεινοῦσε ἔτρωγε καί λίγα χόρτα, ἀπ᾿ αὐτά πού φύτρωναν ἔξω ἐκεῖ στά κηπάρια τοῦ Καθίσματος τῆς Παναγίας. Εἶχε βέβαια πολύ ἀδυνατίσει.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τοῦ ἔφερε νερό καί ψωμί. Τόν ἐρώτησε:
-Πῶς εἶσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά μέ τίς εὐχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ὁ Θεός, πολύ καλά.
-Θά ἔλθη καιρός νά κατέβης καί κάτω στό Μοναστήρι μας, ἀλλά ὄχι τώρα. Τώρα μόνο ἐσύ θά κάνης νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή γιά νά δεχθῆ τήν μετάνοιά σου ὁ Θεός.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό τοῦ μετέφερε ὁ Γέροντάς του μέσα σέ μία στάμνα βρεγμένα ὄσπρια. Τοῦ εἶπε:
-Πάρε αὐτή τήν στάμνα μέ τά ὄσπρια, ὅσα εἶναι μέσα. Θά βάζης τό χέρι σου μόνο μία φορά τήν ἡμέρα καί ὅσα βγάζης, θά τά τρῶς. Πάρε κι αὐτά τά δύο πρόσφορα καί τό νερό σου.
Ἦλθε καιρός καί πέθανε ὁ παπᾶ Συμεών καί τόν διαδέχθηκε ὁ παπᾶ Ἰάκωβος. Συνέχιζε κι αὐτός νά τοῦ πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, ὅπως ὁ προηγούμενος.
Μέ τίς προσευχές καί τά δάκρυα καθαρίσθηκε ἡ ψυχή τοῦ π. Νεκταρίου. Ἤδη εἶχε φθάσει καί 75 ἐτῶν.
Μία ἡμέρα τόν ἐρώτησε ὁ Ἡγούμενος:
-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ὁ Θεός, Γέροντα. Καί ἄρχισε νά κλαίη ἀσταμάτητα. Μόλις ἡσύχασε λίγο, εἶπε στόν Γέροντά του:
-Γέροντα, ἔρχεται ἕνα πουλάκι καί μοῦ κάνει παρέα.

Ὁ Γέροντας κατάλαβε ὅτι ἦτο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τόν ρώτησε:
--Τί πουλάκι εἶναι αὐτό, Νεκτάριε;

-Νά, εἶναι ἕνα ἄσπρο καί ὡραῖο πουλάκι. Ἔρχεται καί μέ κυτάει. Μοῦ κάνει παρέα καί μετά ἀπό λίγο φεύγει καί πάλι ἔρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε τήν προσευχή σου.
Τελικά ὁ π. Νεκτάριος ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν.
Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τόν ρώτησε:
-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Νά τό πουλάκι ἦλθε καί πάλι πολύ κοντά μου. Ἅπλωσα τό χέρι μου νά τό πιάσω, ἀλλά αὐτό μ᾿ ἕνα πήδημα μπῆκε μέσα στό στόμα μου καί ἀπό τότε πάλι δέν ἔρχεται. Τώρα πῶς θά τό βγάλω ἀπό μέσα μου; Καί ἄρχισε να κλαίη.
-Δέν πειράζει. Μήν ἀνησυχῆς, Νεκτάριε. Τώρα εἶναι καιρός νά γυρίσης στό μοναστήρι μας. Θά μένης στό γηροκομεῖο καί θά σ᾿ ἔχουμε κοντά μας.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ π. Νεκτάριος. Καλά εἶμαι ἐδῶ. Ἄφησέ με νά πεθάνω ἐδῶ στήν σπηλιά σέ παρακαλῶ.
-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, πρέπει νά κάνης ὑπακοή καί νά κατέβης στήν Μονή.
-Καί ἀφοῦ ἦτο θέμα ὑπακοῆς, κατέβηκε μαζί του στήν Μονή ὁ π. Νεκτάριος καί ἔμενε πλέον στό γηροκομεῖο.

Σέ ἡλικία 85 ἐτῶν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω. Ἔκαμαν τήν κηδεία του καί στά τρία χρόνια ἔβγαλαν τά ὀστᾶ του. Τί τό ἐξαίσιο καί θαυμάσιο; Τά ὀστᾶ του εὐωδίαζαν. Ἀπ᾿ αὐτό ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας τί καρπούς πνευματικούς ἠμπορεῖ νά φέρη ἡ ὑπακοή καί ἡ μετάνοια.

Δόξα στόν Πανοικτίρμονα Θεό μας, ὁ Ὁποῖος δέχθηκε τήν μετάνοια τοῦ μοναχοῦ Νεκταρίου καί τόν ἐπανέφερε ὄχι μόνο στήν μοναχική τάξι, στήν ὁποία εὑρισκόταν καί παλαιότερα, ἀλλά καί τόν ἀρίθμησε μεταξύ τῶν χορῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου γέροντος Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἀνῆλθε ἐξ ἅδου κατωτάτου καί μᾶς ἄφησε σάν πνευματική κληρονομία τό ὑπέροχο παράδειγμα τῆς συνεχοῦς μέχρι θανάτου μετανοίας του.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ πρεσβείαις πάντων τῶν Ὁσίων Γεροντάδων μας καί τοῦ ἁγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου ἀξίωσον καί ἡμᾶς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Ἀμήν.

Μοναχός Νεκτάριος Γρηγοριάτης.

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου  
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου  
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω 2005

http://agapienxristou.blogspot.ca/2015/01/blog-post_59.html

Θαύμα της Παναγίας: «Στον οίκο του Υιού μου δεν παίζουν» ( π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου )


Ένας συγγενής μου, μου διηγήθηκε το έξης περιστατικό: Ένας φίλος του γιατρός, όταν ήταν μικρός, όπως όλα τα παιδάκια, πού γελάνε και μετακινούνται άσκοπα μέσα στον Ναό, χωρίς να καταλαβαίνουν, έτσι κι αυτός, μαζί με ένα ξαδελφάκι του γελούσε και πείραζε τα άλλα παιδάκια, πότε έτρεχε από δω και πότε έτρεχε από κει.

Τελείωσε ή εκκλησία, πήραν το Αντίδωρο, ο κόσμος έφυγε, αλλά αυτά τα δυο παιδάκια, ο γιατρός με τον ξάδε


λφο του, άρχισαν πάλι να ατακτούν μέσα στον Ναό.
Τότε λοιπόν ακούγεται μία αυστηρή αλλά γλυκεία γυναικεία φωνή να τους λέγει:

– Στον οίκο του Υιού μου δεν παίζουν! Δεν τρέχουν από δω κι από κει. Προσεύχονται, κοινωνούν, μεταλαμβάνουν το Σώμα και το Αίμα Του. Το Αίμα του Υιού μου!

Και …φράπ! τα αρπάζει από τον σβέρκο και εν ριπή οφθαλμού ευρέθησαν και τα δύο παιδάκια έξω, στο προαύλιο του Ναού!

Και λέει ο γιατρός: «Σε μένα να ‘έρθουν να πουν αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός, Σε μένα μίλησε ο Θεός δια μέσου της Υπεραγίας Θεοτόκου!»

«Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» – π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου


http://agapienxristou.blogspot.ca/2015/04/blog-post_46.html

Wednesday, May 4, 2016

Βρέθηκε το σπήλαιο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά;

Αγιορείτες Γέροντες, λένε πως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς είναι ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, ο Αυτοκράτορας δηλαδή Νικαίας, ο οποίος βρέθηκε παντελώς άφθαρτος στον τάφο του στην Μικρασία, τόσο ο ίδιος, όσο και τα βασιλικά του ενδύματα! Όμως με τις αλώσεις των Φράγκων και των Τούρκων, χάθηκαν τα ίχνη του αγίου άφθαρτου και ολόσωμου λειψάνου, το οποίο βρίσκεται όπως φαίνεται στην Κωνσταντινούπολη, κεκρυμμένο…σε μυστικό σπήλαιο, το οποίο γνωρίζουν μόνο λίγοι κρυπτοχριστιανοί, που φυλούν το ιερό μυστικό για αιώνες, αναμένοντας την έγερση του μαρμαρωμένου!

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΜΕΡΙΚΗΣ – δεκαετία 1950

Την πρώτη βάσιμη και αξιόπιστη μαρτυρία την έχουμε δια στόματος του μεγάλου Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής, τέως Καθηγουμένου της Ι. Μ. Φιλοθέου Αγίου Όρους, ο οποίος έχει διηγηθεί ότι την πληροφορία για την ύπαρξη του Ιωάννη, τους την μετέφερε πριν το 1955 στο Άγιον Όρος ο ΑρχιερεύςΙερόθεος εκ Μικρασίας, ο οποίος μάλιστα τον είχε χειροτονήσει! Αυτός ο Αρχιερέας Ιερόθεος τους είπε πως είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τον κοιμώμενο Βασιλέα Ιωάννη!

Να τι είχε διηγηθεί συγκεκριμένα ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής, το οποίο πρωτακούσαμε άφωνοι πριν 14 σχεδόν χρόνια στο Άγιον Όρος από κασέτα με τη φωνή του ίδιου του γέροντα:

» …Υπάρχει κοιμώμενος Στρατηγός ονόματι Ιωάννης, ο οποίος, τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ θα υποδείξει εις τους Χριστιανούς ότι αυτός θα βασιλεύσει τώρα. Θα τους υποδείξει με το δάχτυλό του τον τόπο και θα τον καλέσουν να ηγηθεί και να βασιλεύσει εις τον ελληνικό και ορθόδοξο λαό. Και θα γίνει αυτό.

Πριν από χρόνια εις το Άγιον Όρος ήταν ένας Αρχιερέας ονόματι Ιερόθεος. Αυτός ήρθε από την Μικρά Ασία. Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον έβαλε στο Άγιον Όρος να κάνει χειροτονίες, μνημόσυνα, Λειτουργίες, κλπ. Ήταν ένας άγιος Αρχιερέας, στον τύπου του Αγίου Νικολάου. Από αυτόν τον άγιονΑρχιερέα αξιώθηκα της Ιεροσύνης. Από την Μικρά Ασία. Ευλογημένος άνθρωπος του Θεού!

Ένα θα σας πω. Αγρυπνίες που κάμναμε! Δεκαπέντε ώρες αγρυπνία, αυτός ο άνθρωπος, ογδοηκοντούτις γέρων, δεν εκάθετο καθόλου στο κάθισμα. Από το θρόνο κατέβαινε στο στασίδι πάλι όρθιος.

Και στην Λειτουργία τρεις ώρες που ακολουθούσε μετά την πολύωρη Ακολουθία του Όρθρου, όρθιος! Τον βάζαμε μια καρέκλα να καθίσει και δεν ήθελε. Έλεγε «ακόμη η Παναγία μας δεν με κούρασε» και ας έτρεμε όλος από την κούραση.

Αυτός ο άγιος Αρχιερέας, αυτός μας είπε. Αυτός είδε τον κοιμώμενο αυτόν Στρατηγό Ιωάννη, που θα αναστηθεί όταν θα γίνει ο 3ος μεγάλος αυτός Παγκόσμιος Πόλεμος! Τον είδε!. Διότι χείλη αρχιερέως και ιερέως ου ψεύδονται.

Λοιπόν μας είπε την αλήθεια. Και τον ρωτήσαμε. Διότι ζούσε τότε και ο μακαριστός μου και ο άγιος γέροντάς μου (σ.σ. ο περίφημος Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπηλαιώτης) και όλοι μαζί συνοδεία, τον είχαμε πάρει στο εκκλησάκι μας και εκεί καθίσαμε και τον κάμναμε τις ερωτήσεις. Και μας τα έλεγε. Τα ακούσαμε με τα αυτιά μας.

Λέει «υπάρχει αυτός ο κοιμώμενος βασιλεύς και θα αναστηθεί»!

Του λέμε «ποτέ Γέροντα; Πότε άγιε Αρχιερέα του Θεού»;

Λέει, «όταν θα γίνει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος»!

Και επίσης μας είπε ότι «το δεξί του χέρι είναι στη λαβή του σπαθιού! Το οποίο σπαθί είναι μες στην θήκη».

Και μας έλεγε «όταν το σπαθί βγει από τη θήκη του, τότε θα αρχίσει ο 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος».

Και εμείς από την περιέργεια μας του λέγαμε:

«Σεβασμιότατε πόσο απέχει το σπαθί από την θήκη»;

«Ολίγοι πόντοι εναπέμειναν για να βγει» λέει…»!

Η αποκάλυψη αυτή του Αρχιερέως Ιεροθέου έγινε λίγο πριν τα γεγονότα του Πογκρόμ του 1955 σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ζώντος του οσίου Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή του Σπηλαιώτη, ο οποίος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1959 μ.Χ..

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ – δεκαετία 1970

Η παρακάτω μαρτυρία έχει δημοσιευθεί στο διαδίκτυο:

«Η διήγηση που ακολουθεί περιγράφει την επίσκεψη ενός Καθηγητού του Πανεπιστημίου στην Κωνσταντινούπολη μέσα στη δεκαετία του 70.

Εκεί είχε φίλους δύο Τούρκους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Κων/πολης. Σε συζήτηση που είχε μαζί τους για τα επερχόμενα ήρθε και το θέμα της επανάκτησης της Πόλης.

Τότε οι Τούρκοι καθηγητές (που απ΄ τη συνέχεια φαίνεται ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί) του είπαν:

«Θέλεις να σε πάμε να δεις κάτι μοναδικό, με την προϋπόθεση ότι θα σου δέσουμε τα μάτια καθ΄όλη την διαδρομή, ώστε να μην μπορείς να εντοπίσεις το μέρος. Γιατί αυτό που θα αντικρύσεις, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό»!

Εκείνος δέχτηκε καί ξεκίνησαν με ένα τζίπ, αυτός με δεμένα τα μάτια, αλλά από την ώρα πού έκαναν να φτάσουν στόν προορισμό τους, υπολόγισε πως πρέπει να ήταν περί τα 10 χιλιόμετρα έξω απ΄ την Κων/πολη. Τον κατέβασαν με δεμένα μάτια και τον οδήγησαν σε ένα μέρος που απ΄ την υγρασία κατάλαβε ότι ήταν σπήλαιο.

Προχώρησαν αρκετά μέσα στο σπήλαιο και όταν έφθασαν σε μια εσωτερική στοά του σπηλαίου του άνοιξαν τα μάτια. Αυτό που αντίκρυσε υπερέβαινε ό,τι μπορούσε να είχε πρίν φανταστεί! Η στοά ήταν αρκετά μεγάλη και σε κάποιο σημείο υπήρχε ένας ανοικτός τάφος χωρίς κανένα διακριτικό. Μέσα στόντάφο είδε ένα άνδρα ντυμένο με ρούχα βασιλικά της Ρωμαΐκής αυτοκρατορίας, διέκρινε δύο πορφυρούς σταυρούς στούς ώμους, αλλά το συγκλονιστικό ήταν ότι ο άνδρας αυτός ήταν σαν ζωντανός που κοιμάται, είχε δηλαδή ροδαλό χρώμα σαν ζωντανός. Έφερε πλήρη πολεμική εξάρτιση της εποχής και είχε το χέρι του στο ξίφος το οποίο ήταν βγαλμένο σχεδόν όλο απέμεναν δε λίγα εκατοστά για να αποσπαστεί από τήθήκη του. καί ενώ παρατηρούσε άναυδος, οι φίλοι του του είπαν:

«Αυτός είναι ο δούξ Ιωάννης Βατάτζης, βασιλεύς της Νίκαιας, αυτός θα ηγηθεί του γένους των Ρωμιών. Το μυστικό αυτό μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, σε κάποιους έμπιστους και η παράδοση λέει ότι όταν θα βγεί το σπαθί του τελείως απ΄ το θηκάρι, οι Έλληνες θα πάρουν πίσω ότι έχασαν τότε. Καί είναι γεγονός, το έχουμε παρατηρήσει ότι το ξίφος μετακινέιται κατα ενα-δύο χιλιοστα την πενταετία» (δεν είναι βέβαιο το διάστημα).

Του έδεσαν τα μάτια πάλι και επέστρεψαν. Φίλος φίλου του καθηγητού και αυτόπτου μάρτυρος, το έχει διηγηθεί γύρω στο 1992 απ” ευθείας σε αδελφικό μου φίλο, γιατρό, αναπληρωτή διευθυντή κλινικής, πιστό και σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος μου το μετέφερε.

Τότε ήμασταν πολύ δύσπιστοι. Μάλιστα εγώ το είπα στόν γέροντά μου που είναι δυσκολόπιστος σ΄αυτάκαι έχει διάκριση και το άκουσε με προσοχή. «Γιατί όχι;» τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει, «το κρατάμε στην καρδιά μας αφού είναι προσδοκία μας και εφ΄ όσον οι άγιοί μας έχουν πεί ότι θα γίνουν αυτά, δεν ψεύδονται». Ναί αλλά είναι ο Βατάτζης ο αγαθός βασιλεύς και θα αναστηθεί; τον ρώτησα.

«Πολύ πιθανόν» μου απήντησε. Ξέροντας τον γέροντά μου κι εγώ κι ο φίλος μου θεωρήσαμε την απάντησή του σαν απόλυτη επιβεβαίωση. Παρ΄ όλα αυτά ήμασταν ακόμα επιφυλακτικοί.

Πολύ αργότερα το διασταυρώσαμε με ένα βίντεο όπου μιλάει ο γέρων Εφραίμ, κτήτωρ πολλών μοναστηριών στην Αμερική και λέει πώς στο Αγ. Όρος είχε γνωρίσει έναν άγιο αρχιερέα τον Μηλιτουπόλεως Ιερόθεο που ζούσε τότε μονάζοντας στο Αγ. Όρος και του είχε διηγηθεί ότι σε επισκεψήτου το 1952 στην Κων/πολη είχε δει (κάτω από ποιές συνθήκες δεν ξέρω) ακριβώς τα ίδια που περιγράψωπιό πάνω. Μάλιστα έλεγε «στον γ. Εφραίμ ότι «…λίγα εκατοστά παιδάκι μου είχε για να βγει το σπαθί απ΄τοθηκάρι του…». Του το διηγήθηκε το 1955 και φοβόταν (με την εκδίωξη των Ελλήνων απ΄την Πόλη) μήπως είχε έρθει η ώρα του μεγάλου πολέμου. Στό βίντεο αυτό ο γέρων Εφραίμ τονίζει:»…και χείλη ΑγίουΑρχιερερέως ού ψεύδονται…»»

Και η παραπάνω μαρτυρία επικαλείται την αποκάλυψη του Γέροντος Εφραίμ της Αμερικής.

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ – δεκαετία 1980

Η επόμενη μαρτυρία δημοσιεύθηκε σε άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Κυπραίου – πρώτης παρουσιάστριας της Ελληνικής Τηλεόρασης – παραμονή της Αλώσεως, 28 Μαΐου του 1990. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει μια συνταρακτική αποκάλυψη:

«Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, λιγότερα από δεκαετία, υπηρετούσαν, απ’ τη μια κι’ από την άλλη πλευρά του Έβρου, στα σύνορα, που διαιρούν τη Θράκη μας στα δύο, αντίστοιχα, Έλλην και Τούρκος στρατηγός. Οι δύο άνδρες είχαν συνδεθεί με στενή μεταξύ τους φιλία. Πολύ περισσότερο που ο Τούρκος στρατηγός, είχε σύζυγο Ελληνίδα.

Όταν έφθασε ο καιρός να μετατεθούν για άλλη υπηρεσία, προσκάλεσε ο Τούρκος τον Έλληνα συνάδελφό του.

«Τόσον καιρό», του είπε, «περάσαμε ανέφελα μαζί. Οι διαφορές που έχουν οι δύο χώρες μας , μεταξύ τους, δεν επηρέασαν τη φιλία μας. Αλλά κι’ εμείς οι Τούρκοι θεωρούμε τη φιλία ιερή. Θα ήθελα αύριο το βράδυ να σου το αποδείξω».

Την επόμενη, στις 10 ακριβώς, ο Έλλην επιβιβαζόταν στο ιδιωτικό αυτοκίνητο του Τούρκου. Νύχτα αφέγγαρη ήταν. Ερημικοί οι δρόμοι. Ανοιχτή κι η λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την Πόλη.

Κοντά μεσάνυχτα πρέπει να πλησίασαν στις παρυφές της, Ύπνος βαθύς είχε καθηλώσει στα κρεβάτια τους κατοίκους της. Ησυχία στους δρόμους.

Γρήγορος, ο οδηγός Τούρκος, μπήκε, βγήκε από στενά, από περιπεπλεγμένα σαν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα αφέγγαρη. Έσβησε τη μηχανή, σταμάτησε μπροστά σε καγκελόπορτα με γραφές στα Ελληνικά.

Ο γοργός ρυθμός, η αγωνία, η περιέργεια, δεν άφηναν στον Έλληνα περιθώρια να ψάξει, ούτε καν να προβληματισθεί. Ακολουθούσε τον Τούρκο πειθήνια, σαν αυτόματο, χωρίς φόβο, με περίσσια εμπιστοσύνη. Ούτε καν που του πέρασε απ’ το μυαλό, πως μπορούσαν να ’ναι και κακές οι προθέσεις του.

Στάθηκαν μπροστά σε διπλομανταλωμένη σιδερένια στενή θύρα. Έβγαλε κλειδί απ’ την τσέπη του ο Τούρκος. Ξεκλείδωσε. Άνοιξε. Υπόγειο ήταν. Μούχλα ανέδιναν οι τοίχοι. Μούχλα και κλεισούρα.

Λησμονιά, καταχωνιασμένη στα έγκατα της γης. Περπάτησαν κι οι δύο, σε διαδρόμους, χωρίς να σκοντάφτουν. Τους βάραινε η σιωπή, η αναμονή. Που πήγαιναν, έτσι στα τυφλά; Που κατευθύνονταν; Ανάστροφα στο χρόνο. Σε ποιον χρόνο; Τον ανθρώπινο ή τον Θεϊκό;

Ο Τούρκος ήξερε. Αλλά δεν ήξερε ακόμη ο Έλληνας. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την περιπλάνηση. Μα ούτε και πρόφταινε να προβληματιστεί. Ακολουθούσε. Με την βεβαιότητα, πως η στιγμή ήταν μοναδική. Πως δεν θα ’χε την ευκαιρία, ποτέ ξανά, να την ξαναζήσει. Ακολουθούσε. Ονειρευόταν άραγε; Υπνοβατούσε; Φτερωμένη η φαντασία του, ανάπλαθε μονοπάτια, που μόνο σε ελαφρύ ύπνο βαδίζει κανείς; Ένα ήταν σίγουρο: Δεν θα ξανάβρισκε ποτέ τον δρόμο. Δεν θα τον ξανάβρισκε χωρίς οδηγό.

Είχαν φτάσει στο τέρμα. Θύρα και πάλι αρματωμένη μπροστά τους. Βαριά σιωπή. Η σιγή της ύστατης ώρας. Που ήρθε να διακόψει μόνο το τρίξιμο της κλειδαριάς. Το γκρίνιασμα του σκουριασμένου σίδερου.

Μισάνοιξε η βαριά θύρα. Ισχνό φως στο εσωτερικό. Υπερκόσμιο. Μυστηριακό. Υπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;

Και τότε, τότε μόνον μίλησε ο Τούρκος:

«Εσείς οι Έλληνες, δεν πιστεύετε στον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Δεν λέτε και ξαναλέτε μεταξύ σας, πως βόλι εχθρού δεν τον άγγιξε; Πως δεν τον κατάπιε το μανιασμένο πλήθος των πορθητών της Πόλης; Αλλά πως τον τράβηξε η Παναγιά στην αγκαλιά της, για να τον κάνει Αθάνατο. Δεν είστε βέβαιοι πως ΖΕΙ Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δεν είναι θρύλος. Ψεύτικη ελπίδα. Ονειροφαντασία. Είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δες και μόνος σου».

Στο πάτωμα, μισοανασηκωμένο στον ένα αγκώνα ο Έλληνας είδε, είδε με τα μάτια του, τον ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ.

Ρίγος μεταφυσικό τον διαπέρασε. Θόλωσαν απ’ τα δάκρυα τα μάτια μου. Θαμπώθηκε η όραση του. Έκανε το σταυρό του. Μπροστά του, εκεί, σε απόσταση ανάσας, το ΘΑΥΜΑ. Κι ήταν αυτός, ο τυχερός, που είχε αξιωθεί να το ζήσει με τις αισθήσεις του. Σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

Πηχτή η σιωπή, σχεδόν, κοβόταν με το μαχαίρι.

Μίλησε και πάλι ο Τούρκος:

«Πριν μερικά χρόνια κειτόταν στο έδαφος ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τον τελευταίο καιρό άρχισε σιγά – σιγά ν’ ανασηκώνεται. Πάμε».

Ξανάκλεισαν τη θύρα. Την ξανακλείδωσαν. Αντίστροφα βγήκαν μέχρι την αυλή απ’ τα υπόγεια. Ξαναπέρασαν την καγκελένια πόρτα.

Δεν άφησαν πίσω ίχνη απ’ τις πατημασιές τους. Κανείς δεν τους είχε δει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Σιωπηλοί. Χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα.

Δεν είχε ακόμη ξημερώσει σαν έφτασαν στον Έβρο. Προτού αποχωρισθούν, φιλήθηκαν σταυρωτά.

Το ποτάμι κυλούσε ορμητικά προς το Αιγαίο.

«Γυρίζει πίσω το ποτάμι», μονολόγησε ο Έλλην στρατηγός «Γυρίζει όταν το θελήσει ο Θεός».

Υπηρέτησε αργότερα στο Κέντρο.

Προτού αποστρατευθεί θεώρησε υποχρέωση του ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό στην προσωπικότητα που μας το εμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας και τον στρατηγό, κάτω από το βλέμμα του Θεού και της Παναγιάς. Κάναμε και μείς το σταυρό μας μουρμουρίζοντας «Η ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΑΛΩ»»!

Ο Στρατηγός αναφέρεται πως κοιμήθηκε το 2001 και τη μαρτυρία επιβεβαίωσε η αδελφή του Ελένη, η οποία ανέφερε επιπρόσθετα πως ο αδερφός της είχε δει και μια επιγραφή πάνω από το κεφάλι του Μαρμαρωμένου Βασιλέα, που έγραφε το όνομα «Ιωάννης»! Η εξακρίβωση των παραπάνω περιγράφεται και στο βιβλίο
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ

Σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες (πολλά στενάκια – ελληνικά γράμματα) ο Μαρμαρωμένος πρέπει να βρίσκεται κάπου στην Κωνσταντινούπολη και το όνομά του είναι πράγματι ΙΩΑΝΝΝΗΣ!
Αφού υπάρχουν και διάφοροι Βυζαντινοί Χρησμοί και Προφητείες Αγίων μας, που μιλούν επακριβώς για αυτόν, αναφέροντας το όνομα «Ιωάννης» και προσδιορίζουν το μέρος που βρίσκεται:

1. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΑΤΑΡΩΝ γράφει: «απέλθετε επί τα δεξιά μέρη της Επταλόφου, και εκεί ευρήσεται άνθρωπον επί δύο κίονας, ιστάμενον εν κατηφεία πολλή (έσται δε λαμπρός το είδος, δίκαιος, ελεήμων, φορών πενιχρά, τη όψει αυστηρός και τη γνώμη πράος) έχοντα επί τον δεξιόν αυτού πόδα καλάμου τύλωμα, και φωνή υπό του αγγέλου κηρυχθήσεται, συνήσατε αυτόν Βασιλέα, και δώσουσιν αυτώ εις την δεξιάν χείρα ρομφαίαν, λέγοντες αυτώ, ανδρίζου Ιωάννη, και ίσχυε και νίκα τους εχθρούς σου, και επάρας την ρομφαίαν παρά αγγέλου, πατάξει τους Ισμαηλίτας Αιθίοπας, καιπάσαν γενεάν άπιστον»!

2. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΑ ΣΎΜΦΩΝΩΝ (χωρίς φωνήεντα) ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (την οποία αποκωδικοποίησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος) γράφει: «σπεύσατε πολλά σπουδαίως εις τα δεξιά μέρη άνδρα εύρητε γεναίον θαυμαστόν και ρωμαλέον τούτον έξετεδεσπότην»!

3. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ αναφέρει: » Εν γαρ ταις εσχάτοιςημέραις αναστήσει Κύριος ο Θεός βασιλέα από πενίας και πορεύεται εν δικαιοσύνη πολλή…»

4. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ γράφει σχετικά: «Και τότε εξυπνήσει ο Άγιος Βασιλεύες, ο εν αρχή μεν του ονόματος αυτού το ι, και εν δε τω τέλει σ, έχων, α σημαίνουσι σωτηρίαν….» δηλαδή το όνομαΙωάννης.

5. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ-ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ:

«Περί τοΰ θρυλουμένου πτωχού καί εκλεκτού βασιλέως, τοϋ γνωστοΰ καί άγνωστου, τοϋκατοικοϋντος έντη άκρα τής Βυζαντίδος. Ό αληθινός βασιλεύς… ον έδιωξαν τής οικίας αύτοΰ οί άνθρωποι… είς τό τέλοςτών Ίσμαηλιτών άποκαλυφθήσεται… έν ήμερα Παρασκευή, ώρα τρίτη… αποκαλυφθήσεται…»

Και σε άλλο σημείο: «Ερωτώσι δε τον Βασιλέα, γέλοντες πώς ακούει το όνομά σου; ο δε αποκριθείς λέγει, ο πτωχός, ο πτωχολέων, το όνομά μου Ιω, των πάντων ήμην δραπέτης, και ήλθον να πληρώσω μόνον τας λστ” ημέρας. εγώ ειμί ο ο βασιλεύς ο πένης. π ελεών πτωχούς και πένητας, το δε όνομά μου, ιώτα και ω, συν τη μακρά, ο λέγεται Ιω, και ελήλυθα εις τον κόσμον εις Χριστιανών πρεσβείαν, ίναφυλάττω χρόνους λστ”. Έπειτα πορεύομαι, όθεν εξήλθον, είτα έρχεται και ο λύκος ολόγας τινάς ημέρας»! «Ιω» όμως σημαίνει «Ιωάννης» και ως «λύκος» νοείται ο «Αντίχριστος», ο οποίος θα έρθει μετά τον Άγιο Βασιλέα, επειδή πρέπει να προηγηθεί ο ευαγγελισμός στην Ορθοδοξία όλης της ανθρωπότητας! Όσης απομείνει από τον φονικό Πόλεμο…

6. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ
γράφει: «Τότε άγγελος εξ ουρανού καταβήσεται δια νεύσεως Θεού, έχων εν τη χερί αυτού σκήπτρον και ξίφος του ΑγιωτάτουΒασιλέως Κωνσταντίνου, και τον ειρηνικόν στέψει βασιλέα. Ος και αυτόν μέσον πάντων εστίν εν τωπολέμω, δώσει δε αυτώ το σκήπτρον και το ξίφος, και το όνομα αυτού Ελεήμονα καλέσει»! Αυτό είναι όμως το προσωνύμιο του Αγίου Ιωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, Αυτοκράτορος Νικαίας!

Monday, May 2, 2016

Τι συμβουλές σας έδιναν οι γονείς σας στα παιδικά σας χρόνια; ( Παΐσιος Ολάρου )



Τι συμβουλές σας έδιναν οι γονείς σας στα παιδικά σας χρόνια; 

Περισσότερο με δίδασκαν με την ζωή των, γιατί ήταν άνθρωποι απλοί. Ποτέ δεν τους άκουσα να μαλώσουν ή να υβρισθούν.
Ό πατέρας μου γνώριζε το Όνειρο της Παναγίας από στήθους, καθώς και άλλες προσευχές, και προσευχόταν τόσο δυνατά, ώστε αν τον ακούγαμε και εμείς. Έλεγε όπως λέγει και ό ιερεύς: "Του Κυρίου δεηθώμεν!" και κτυπούσε κλαίγοντας με τις γροθιές του τα στήθη του. Ενώ ή μητέρα μου ήταν αγαπημένη με όλο τον κόσμο και μας έλεγε πολλές φορές: "Παιδιά μου, να είσθε φρόνιμα για να σας τίμηση ό κόσμος!"

Wednesday, April 27, 2016

Μεγάλη Παρασκευή Πρωί: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» ( ἐπίσκοπος Αυγουστίνου Καντιώτη )


Μεγάλη Παρασκευὴ εἶνε σήμερα, ἀγαπητοί μου συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί, ἡμέρα ἱερὰ γεμάτη ἀναμνήσεις, ἡμέρα ποὺ προκαλεῖ ῥίγη συγκινήσεως καὶ δάκρυα. Ἂς βγάλουμε τὴν ὥρα αὐτὴ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ μυαλό μας κάθε ἰδέα γήινη, κάθε ῥυπαρὴ σκέψι καὶ λογισμό, ἂς καθαρίσουμε τὴ διάνοιά μας, καὶ μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας ἂς διασχίσουμε τὶς ἀποστάσεις καὶ τοὺς αἰῶνες, κι ἂς ἐπισκεφθοῦμε νοερὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πάῃ ἐκεῖ κι ὅμως νὰ μὴν εἶνε ἐκεῖ, καὶ μπορεῖ νὰ μὴν πάῃ σωματικὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους κι ὅμως νά ᾽νε ἐκεῖ ψυχικά.Ἂς βρεθοῦμε λοιπὸν τώρα μὲ τὴ σκέψι μας στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ λέγεται Κρανίου τόπος ἢ Γολγοθᾶς· ἐκεῖ ποὺ παίχθηκε τὸ δρᾶμα τῶν δραμάτων, ἐκεῖ ποὺ δόθηκε ἡ μεγάλη μάχη μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, ἀληθείας καὶ ψεύδους. Ἐκεῖ, στὸ Γολγοθᾶ, εἶνε τώρα ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Θεαταὶ τῆς θυσίας του εἶνε πολλοί. Ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, τὰ Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ, ποὺ ἀπὸ τὰ θεωρεῖα τῆς αἰωνιότητος βλέπουν τὸ δρᾶμα, ἀγανακτοῦν κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι μὲ τὶς πύρινες ῥομφαῖες τους νὰ σαρώσουν τοὺς δημίους.Θεαταὶ ἀπ᾽ τὴ γῆ εἶνε ὁ ὄχλος ἐκεῖνος, ποὺ πρὶν τέσσερις μέρες, τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἐκραύγαζε «Ὡσαννά» (Ματθ. 21,9. Μᾶρκ. 11,9-10. Ἰω. 12,13) καὶ τώρα εἶνε κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ γιὰ νὰ ἐμπαίξῃ.Θεαταὶ εἶνε ἀκόμα οἱ εἰδωλολάτρες στρατιῶτες , τὸ ἀπόσπασμα ποὺ μὲ ἐπὶκεφαλῆς τὸν ἑκατόνταρχο (λοχαγό) ἔλαβε ἐντολὴ ν᾽ ἀνεβῇ στὸν Κρανίου τόπον καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἀπόφασι τοῦ Ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου. Οἱ ἀγροῖκοι αὐτοὶ ῾Ρωμαῖοι, ποὺ ἔχουν λάβει μέρος σὲ μάχες καὶ συνήθισαν νὰ βλέπουν τὸ ἀνθρώπινο αἷμα νὰ χύνεται, εἶνε ἀδιάφοροι· ἢ μᾶλλον ὄχι ἀδιάφοροι, ἀλλὰ συνεχίζουν τὸν ἐμπαιγμὸ ποὺ ἔκαναν μέσα στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου.
Παρακολουθοῦν τὴν ἐκτέλεσι, παίζουν ζάρια κάτω ἀπ᾽ τὸ σταυρό, καὶ πίνουν ποτά…Ἀλλὰ ξαφνικὰ ὁ μεσαῖος ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐσταυρωμένους, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἑλκύειτὴν προσοχή τους. Βλέπουν ὅτι διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖνοι βλαστημοῦν, καταριῶνται τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκαν, ἐκσφενδονίζουν ὕβρεις σὲ ὅλους, ἐνῷ ὁ Ἐσταυρωμένος αὐτὸς σιωπᾷ . Ἡ σιωπή του εἶνε μυστηριώδης, σιωπὴ ποὺ προκαλεῖ συγκίνησι. Σιωπᾷ ὁ Χριστός.Κι ὅταν ἀνοίγει τὰ ἄχραντα χείλη του γιὰ νὰ πῇ τοὺς ἑπτὰ λόγους τοῦ σταυροῦ , τὰ λόγια του αὐτὰ δὲν εἶνε κατάρες, εἶνε εὐλογίες, λόγια ποὺ προκαλοῦν βαθειὰ ἐντύπωσι σὲκάθε ἀκροατὴ καὶ θεατή. Αὐτὰ τὰ λόγια τὰ πρόσεξαν οἱ σταυρωταὶ τοῦ Χριστοῦ μας. Οἱ στρατιῶτες τοῦ ἀποσπάσματος ἄκουσαν τὸ «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34) , ἄκουσαν τὸ «Διψῶ» (Ἰω. 19,28) , ἄκουσαν τὸ «Ἠλὶ Ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί;» «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46. Μᾶρκ. 15,34) , ἄκουσαν καὶ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30).
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἄκουσαν καὶ διαλογίζονταν· Ποιός νά ᾽νε αὐτὸς ἆραγε; αὐτὸς διαφέρει τελείως ἀπὸ τοὺς ἄλλους καταδίκους… Κι ὅταν μετὰ τὸ μεσημέρι εἶδαν τὸν ἥλιο νὰ σκοτεινιάζῃ, τὸ σκοτάδι ν᾽ ἁπλώνεται σ᾽ ὅλη τὴν κτίσι, τὴ γῆ νὰ σείεται καὶ τὰ μνήματα ν᾿ ἀνοίγουν, τότε πλέον πίστεψαν.
Δὲν τοὺς ἔμεινε κανένας δισταγμὸς ἢ ἀμφιβολία, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἑκατόνταρχο εἶπαν κατατρομαγμένοι· «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54)· αὐτὸς πραγματικὰ δὲν εἶνε τυχαῖος, ἔχει ὑπερφυσικὴ προέλευσι, εἶνε Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινός.
Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἑκατόνταρχος ἔχουν περάσει –μετρῆστε–εἴκοσι περίπου αἰῶνες. Καὶ ἡ μαρτυρία - ὁμολογία αὐτὴ δὲν ἔμεινε μόνη· ἐπαναλαμβάνεται καὶ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πολλές, ἀναρίθμητες μαρτυρίες λένε, ὅτι ὄντως ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, Θεάνθρωπος . Ἔχουμε ἀποδείξεις; Ἔχουμε. Ποιές εἶν᾽ αὐτές; Ἀναφέρω μερικές·
⃝«Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος». Τὸ φωνάζειπρῶτα - πρῶτα ἡ διδασκαλία του. Ἀνοῖξτε τὰκείμενα ὅλων τῶν θρησκειῶν, διαβάστε τὰ βιβλία τῶν φιλοσόφων, ἀκοῦστε τοὺς λόγους τῶν μεγαλυτέρων ῥητόρων· θὰ δῆτε, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὑπερτερεῖ, εἶνε ὑπέροχη. Δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι κι ἄλλοι εἶπαν σπουδαῖα πράγματα· ἀλλὰ τὰ λόγια τους μοιάζουν μὲ μικρὰ ψήγματα χρυσοῦ ἀνακατεμένα μέσα σ᾽ ἕνα ὄγκο εὐτελῶν μετάλλων· μοιάζουν μὲ μικρὰ φῶτα, πυγολαμπίδες θὰ ἔλεγα, μπροστὰ στὸν ἥλιο. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε φῶς καὶ ζωή, κ᾽ ἔκαναν πάντα μεγάλη ἐντύπωσι.
Ἐχθρικοὶ ἀκροαταί του ἀναγκάστηκαν νὰ ὁμολογήσουν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος,ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46) . Ἂς προάγεται τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ὅπως εἶπε κάποιος, ἂςπροχωροῦν οἱ ἐπιστῆμες, ἂς γίνωνται ἀνακαλύψεις· ποτέ ἡ ἀνθρωπότης δὲν θὰ φθάσῃ τὸ ὕψος τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ κάποιος ἄλλος εἶπε· Δὲν ξέρω ἂν σὲ ἄλλους πλανῆτες κατοικοῦν λογικὰ ὄντα· ἀλλὰ καὶ ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν θρησκεία ἀνώτερη ἀπὸαὐτὴν ποὺ κήρυξε ὁ Χριστός.
⃝ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» · τὸ φωνάζειἡ διδασκαλία του, τὸ φωνάζουν καὶ τὰ θαύματά του. Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ! Ὅπου ἅ-πλωνε τὰ ἄχραντα χέρια του, ὅπου ἀκουγό-ταν ἡ θεϊκὴ προσταγή του, ἐκεῖ ὁ ἄνεμος σταματοῦσε, ἡ τρικυμισμένη θάλασσα γαλήνευε,τὰ δαιμόνια ἔφευγαν, τυφλοὶ ἔβλεπαν, κουφοὶ ἄκουγαν, μουγγοὶ μιλοῦσαν, λεπροὶ καθαρίζονταν, παράλυτοι σηκώνονταν, κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ νεκροὶ ἀνασταίνονταν ἀπὸ τοὺς τάφους. Θαύματα πραγματικά, ὄχι φανταστικά.Θαύματα ποὺ ἔγιναν ὄχι νύχτα καὶ σὲ κάποια ἀθέατη γωνιά, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ πλῆθος μάτια, μερικὲς φορὲς καὶ ἐχθρῶν, ποὺ τὰ ἔβλεπαν καὶ κατάπληκτοι ἔλεγαν· «Οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν»(Μᾶρκ. 2,12) . Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἀνα-ρίθμητα. Κι ἂν ἡ θάλασσα γίνῃ μελάνι κι ὁ οὐ-ρανὸς χαρτὶ καὶ τὰ δέντρα μολύβια, δὲν φτά-νουν γιὰ νὰ ἱστορηθοῦν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
⃝ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» . Τὸ φωνάζειἀκόμα ὁ ἄψογος βίος του. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἅγιος, ὄχι μὲ ἔννοια σχετικὴ ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ μὲ ἔννοια ἀπόλυτη. Εἶνε ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει καμμία κακία ἢ ἐλάττωμα, δὲν «εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9 = Α΄ Πέτρ. 2,22) , ἐκεῖνος ποὺ ἡ ζωή του λάμπειἀπὸ κάθε πλευρά, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3) . Ποιά ἀρετὴ τοῦ Χριστοῦ ν᾽ ἀναφέρουμε πρώτη; τὴ φτώχεια καὶ ἁπλότητά του, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν ἔζησετόσο ταπεινὰ ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20); τὴν πραότητα καὶ ἀνεξικακία του ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς καὶ σταυρωτάς του; τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀφοβία του ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων καὶ τοῦ Πιλάτου ὅταν διεκήρυττε τὴν ἀλήθεια; τὴν ταπείνωσί του, μέχρι ση-μείου νὰ σκύψῃ νὰ πλύνῃ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του; ἢ πρὸ παντὸς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν; Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν τὴ μεγαλειώδη εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μας στὴ γῆ. Μερικοὶ προ-σπάθησαν νὰ τοῦ βροῦν ἐλαττώματα· ἔψαξαντὰ Εὐαγγέλια, πίεσαν τὸν ἐγκέφαλό τους, μὰ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν ψεγάδι. Ὁ ἥλιος ἔχειτὶς κηλῖδες του, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀκηλίδωτος ἥλιος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «Τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46) , καὶ τὸ ἐρώτημά του μένει ἀναπάντητο διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
⃝ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» , τὸ ἀποδεικνύουν ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγιότης τοῦ βίου του, τὸ ἀποδεικνύει τέλος ἡ μαρτυρία τῶν αἰώνων. Δὲν τὸ μαρτυρεῖ μόνο ὁ ἑκατόνταρχος· τὸ μαρτυροῦν οἱ γενεὲς γενεῶν τῶν ἁγίων· μικρὰ παιδιὰ σὰν τὸν ἅγιο Κήρυκο ποὺ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μητέρες, σεμνὲς παρθένες, ἁπλοϊκοὶ ἰδιῶτες ὅπως οἱ ψαρᾶδες, σοφοὶ ἐπιστήμονες· ὅλοι ὁμολογοῦν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς ἀληθινός.
Θεαταὶ κ᾽ ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, τοῦ πάθους τοῦ Σωτῆρος μας. Πῶς παρακολουθοῦμε τὸ θεῖο δρᾶμα; Ὅπως οἱ ἄγγελοι μὲ ἀγάπη καὶ λατρεία, ἢ ὅπως ὁ ὄχλος ποὺ ξέχασε τὰ «Ὡσαννά» καὶ φώναζε «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»; (Ἰω. 19,6) . Ἂς τὸ παρακολουθοῦμε ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος, ποὺ ἄφησε τοὺς δισταγμούς, πίστεψε καὶ τὸν ὡμολόγησε Υἱὸ Θεοῦ.Ἂν ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ ἔχει κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχειπαρὰ νὰ τὸν πλησιάσῃ, νὰ ἐξετάσῃ, νὰ ἐρευνήσῃ μὲ εἰλικρίνεια . Καὶ τότε σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ὁδηγηθῇ ἀπὸ τὰ πράγματα νὰ ὁμο-λογήσῃ κι αὐτός, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός» , ὅτι εἶνε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶνε ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) Eπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 24-4-1981.


http://agapienxristou.blogspot.ca/2015/04/blog-post_9.html

Το φοβερό μίσος των Εβραίων προς των Ιησού Χριστό, μέσα από τα Τροπάρια της Μεγάλης Πέμπτης (που προσπαθούν να απαγορέψουν)


Παρότι το Κ.Ι.Σ (Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο) και διάφορες άλλες εβραϊκές οργανώσεις έχουν προσπαθήσει να τα απαγορέψουν (κάτι που πέτυχαν με τα ενοχλητικά για εκείνους Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής), εντούτοις τα ακόλουθα τροπάρια ψάλλονται σήμερα σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, υπενθυμίζοντας στους πιστούς το μίσος, τον φθόνο, την κακία και την αχαριστία των Ιουδαίων προς τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. Επίσης, απαντούν στις «απορίες» ορισμένων «θεολόγων» για το ποιος σταύρωσε τον Κύριο και αποστομώνουν όσους έχουν το θράσος να μιλάνε για «αντισημιτισμό». Προσέξτε τα «κοσμητικά επίθετα» που χρησιμοποιούν οι Άγιοι Υμνογράφοι για τον «εσμό των θεοκτόνων», δηλαδή «τα γένη των Εβραίων».
Αναλυτικά, όπως τα βρήκαμε εδώ:

Ἀντὶ ἀγαθῶν, ὧν ἐποίησας Χριστέ, τῷ γένει τῶν Ἑβραίων σταυρωθῆναί σε κατεδίκασαν, ὄξος καὶ χολήν σε ποτίσαντες. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι οὐ συνῆκαν, τὴν σὴν συγκατάβασιν.


Ἐπὶ τῇ προδοσίᾳ οὐκ ἠρκέσθησαν Χριστὲ τὰ γένη τῶν Ἑβραίων, ἀλλ' ἐκίνουν τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, μυκτηρισμὸν καὶ χλεύην προσάγοντες. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι κενά, κατὰ σοῦ ἐμελέτησαν.

Οὔτε γῆ ὡς ἐσείσθη, οὔτε πέτραι ὡς ἐρράγησαν, Ἑβραίους ἔπεισαν, οὔτε τοῦ Ναοῦ τὸ καταπέτασμα, οὔτε τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι κενά, κατὰ σοῦ ἐμελέτησαν.

Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε· οὐκέτι στέγω λοιπόν, καλέσω μου τὰ ἔθνη, κᾀκεῖνα με δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, κᾀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι, ζωὴν τὴν αἰώνιον.

Σήμερον τοῦ Ναοῦ τὸ καταπέτασμα, εἰς ἔλεγχον ῥήγνυται τῶν παρανόμων· καὶ τὰς ἰδίας ἀκτῖνας, ὁ ἥλιος κρύπτει, Δεσπότην ὁρῶν σταυρούμενον.

Τὸ ἄθροισμα τῶν Ἰουδαίων, τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσαντο, σταυρωθῆναί σε Κύριε· αἰτίαν γὰρ ἐν σοὶ μὴ εὐρόντες, τὸν ὑπεύθυνον Βαραββᾶν ἠλευθέρωσαν, καὶ σὲ τὸν Δίκαιον κατεδίκασαν, μιαιφονίας ἔγκλημα κληρωσάμενοι. Ἀλλὰ δὸς αὐτοῖς Κύριε, τὸ ἀνταπόδομα αὐτῶν, ὅτι κενά, κατὰ σοῦ ἐμελέτησαν.

Μὴ ὡς Ἰουδαῖοι ἑορτάσωμεν· καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς ὁ Θεός, ἀλλ' ἐκκαθάρωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, καὶ εἰλικρινῶς δεηθῶμεν αὐτῷ. Ἀνάστα Κύριε, σῶσον ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος.

Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον, πρὸς Πιλᾶτον ἐμμανῶς, ἀνακράζων ἔλεγε· Σταύρωσον, Χριστὸν τὸν ἀνεύθυνον. Βαραββᾶν δὲ μᾶλλον οὗτοι ᾐτήσαντο. Ἡμεῖς δὲ φθεγγόμεθα, Λῃστοῦ τοῦ εὐγνώμονος, τὴν φωνὴν πρὸς αὐτόν. Μνήσθητι καὶ ἡμῶν Σωτήρ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου.

Ὀλέθριος σπεῖρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων, θεοκτόνων συναγωγή, ἐπέστη Χριστέ σοι, καὶ ὡς ἄδικον εἷλκε, τὸν Κτίστην τῶν ἁπάντων, ὃν μεγαλύνομεν.

Νόμον ἀγνοοῦντες οἱ ἀσεβεῖς, φωνὰς Προφητῶν τε, μελετῶντες διακενῆς, ὡς πρόβατον εἷλκον, σὲ τὸν πάντων Δεσπότην, ἀδίκως σφαγιάσαι· ὃν μεγαλύνομεν.

Τοῖς ἔθνεσιν ἔκδοτον τὴν ζωήν, σὺν τοῖς Γραμματεύσιν, ἀναιρεῖσθαι οἱ Ἱερεῖς, παρέσχον, πληγέντες, αὐτοφθόνῳ κακίᾳ τὸν φύσει Ζωοδότην, ὃν μεγαλύνομεν.

Ἐκύκλωσαν κύνες ὡσεὶ πολλοί, ἐκρότησαν, Ἄναξ, σιαγόνα σὴν ῥαπισμῷ, ἠρώτων σε, σοῦ δέ, ψευδῆ κατεμαρτύρουν, καὶ πάντα ὑπομείνας, ἅπαντας ἔσωσας.

Δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν, ὁ πρωτότοκος υἱός μου Ἰσραήλ, ἐμὲ ἐγκατέλιπε, πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον, ἐμὲ ἐπὶ ξύλου ἐσταύρωσε, τὸν δὲ Βαραββᾶν ᾐτήσατο, καὶ ἀπέλυσεν· ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ, καὶ ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε· σὺ δὲ Ἰσραὴλ οὐκ ἐνετράπης, ἀλλὰ θανάτῳ με παρέδωκας. Ἄφες αὐτοῖς Πάτερ ἅγιε· οὐ γὰρ οἴδασι τί ἐποίησαν.

Λαὸς δυσσεβὴς καὶ παράνομος, ἵνα τί μελετᾷ κενὰ; ἵνα τί τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων, θανάτῳ κατεδίκασε; Μέγα θαῦμα! ὅτι ὁ Κτίστης τοῦ Κόσμου, εἰς χεῖρας ἀνόμων παραδίδοται, καὶ ἐπὶ ξύλου ἀνυψοῦται ὁ φιλάνθρωπος, ἵνα τοὺς ἐν ᾍδῃ δεσμώτας ἐλευθερώσῃ, κράζοντας· Μακρόθυμε Κύριε δόξα σοι.


http://agapienxristou.blogspot.ca/2015/04/blog-post_8.html

Monday, April 25, 2016

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΝ, ΤΗΝ ΑΛΕΙΨΑΣΑΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΜΥΡΩ ΚΑΙ ΕΙΣ ΦΑΡΙΣΑΙΟΝ




Ἅγ. Ἀμφιλόχιος ἐπίσκοπος Ἰκονίου

Α’ Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης ή πόρνη ή απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, ή εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, ή των τσαμπιών τον χορηγό να πίνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσπότη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.
Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτησε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.

Β’ Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.
Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.

Γ’ Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πώς πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πώς σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.

Δ’ Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσά τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πώς να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.

Ε’ Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από πού ξεκίνησε και πού έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.
Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πώς να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.
Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από πού να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και πού να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.

Ϛ’ Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πώς ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάλησε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…….

(Μετάφρ. Θεοδόση Νικολάου, Κυπρίου, "ΚΙΒΩΤΟΣ", ΕΤΟΣ Α', ΜΑΡΤΙΟΣ 1952, ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 3)


http://agapienxristou.blogspot.ca/2015/04/blog-post_7.html

Friday, April 22, 2016

Τό χτύπημα τῆς πόρτας


Μια σκοτεινή νύχτα, έπιασε μια καταιγίδα κάποιον στον δρόμο.
Χτυπάει την πρώτη πόρτα που συναντά.
- Ανοίξτε μου σας παρακαλώ να γλυτώσω από τούτο το κακό.
- Α, δεν μπορώ, λέει μια αυστηρή φωνή από μέσα, εγώ είμαι η «Δικαιοσύνη». Είσαι άξιος της τιμωρίας αυτής. Δικαίως έρχεται στο κεφάλι σου. Εγώ την έστειλα!
Χτυπάει κι άλλη πόρτα παρακεί…

- Άνοιξε μου, λέει, να προφυλαχτώ.
- Εδώ μένει η «Αλήθεια», λέει μια φωνή από μέσα! Ποτέ δεν σου άρεσε η συντροφιά μου. Πώς με θυμήθηκες τώρα;

Κι ο ταλαίπωρος άνθρωπος προχώρησε απελπισμένος.
Χτυπάει τρίτη πόρτα τώρα.
- Άνοιξε μου σε παρακαλώ. Ποιος κάθεται εδώ;
- Το «Έλεος», απαντά μια πρόθυμη φωνή από μέσα και την ίδια στιγμή η πόρτα ανοίγει. Πέρασε μέσα φίλε μου, του λέει, τόσο καιρό σε περίμενα! Φόρεσε αυτά τα καθαρά, καινούργια ρούχα, για σένα τα έχω, ξεκουράσου τώρα!
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΚΑΘΕ ΜΕΤΑΝΟΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ!!!
Αλήθεια όμως, εμείς έχουμε μετάνοια, ταπείνωση, εξομολογούμαστε τα λάθη μας, πλησιάζουμε την Θεία Κοινωνία, τον ίδιο τον Θεό για να ζητήσουμε συγχώρεση και προστασία και να ξεκουραστούμε κοντά Του, στην στοργική αγκαλιά Του;
ΠΟΘΟΥΜΕ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ;
Ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας. Εκείνος μας περιμένει…

Tuesday, April 19, 2016

Good people do not keep evil in their hearts, but neither do they keep their kindness to themselves. ( St. Paisios )

Good people do not keep evil in their hearts, but neither do they keep their kindness to themselves. For this reason, they do not possess elegant things and are not moved by the world’s beauties. In this, their fervent faith in God as well as their great love is made manifest.

St. Paisios